Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο34 (οδός, οδού, οδοί)
15 εγγραφές [1 - 10]
αεροσυνοδός η [aerosinoδós] Ο34 αρσ. αεροσυνοδός [aerosinoδós] Ο17 : μέλος του πληρώματος αεροσκάφους που εξυπηρετεί τους ταξιδιώτες· ιπτάμενη συνοδός: H ~ τούς υποδέχτηκε με ένα χαμόγελο. H ~ μάς πρόσφερε καφέ.

[λόγ. αερο- + συνοδός (θηλ.)· λόγ. αρσ. < θηλ.]

ακταιωρός η [akteorós] Ο34 : (λόγ.) πολεμικό σκάφος που περιφρουρεί ακτές: ~ του Λιμενικού Σώματος.

[λόγ. ακταί + αρχ. -ωρός `που προσέχει΄, κατά τα αρχ. θυρωρός, πυλωρός, σφαλερή δημιουργία αντί ακτωρός (σύγκρ. ελνστ. ἀκτωρός `στρατιώτης που φυλάει τις ακτές΄, πρβ. μσν. (επίσης σφαλερό) ακταίωρος ίδ. σημ.), μτφρδ. γαλλ. garde-cἄtes]

ατραπός η [atrapós] Ο34 : (λόγ.) δύσβατο μονοπάτι. || (μτφ.): H ~ της αρετής. H ~ της οικονομικής ανάπτυξης.

[λόγ. < αρχ. ἀτραπός `μονοπάτι΄]

δοκός η [δokós] Ο34 & (οικ.) δοκός ο [δokós] Ο17 : 1. επίμηκες οριζόντιο στήριγμα από ξύλο, με ορθογώνια συνήθ. διατομή, ή από μέταλλο ή από οπλισμένο σκυρόδεμα, με ποικίλη διατομή, που χρησιμοποιείται στην οικοδομική· δοκάρι1. 2α. (ποδ.) καθένα από τα επιμήκη ξύλα, δύο κάθετα και ένα οριζόντιο, που σχηματίζουν μαζί με τα δίχτυα την εστία· δοκάρι. β. (γυμν.) όργανο που αποτελείται από δύο ξύλινους ορθοστάτες, επάνω στους οποίους στηρίζεται μια οριζόντια δοκός. || (επέκτ.) οι ασκήσεις που γίνονται στη δοκό: Ήρθε πρώτη στη δοκό.

[λόγ. < αρχ. δοκός ἡ· μεταπλ. σε αρσ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

επωδός η [epoδós] Ο34 : 1.(φιλολ.) α. έμμετρη περίοδος που αποτελείται από δύο στίχους από τους οποίους ο δεύτερος είναι μικρότερος. β. τμήμα λυρικού ποιήματος (ύμνου, χορικού κτλ.) που ακολουθεί ύστερα από μια στροφή και αντιστροφή. 2. (πρβ. ρεφρέν) α. η στροφή ενός ποιήματος ή ενός τραγουδιού που επαναλαμβάνεται. β. (μτφ.) για λόγια που επαναλαμβάνονται πολλές φορές και συνήθ. γίνονται βαρετά: Kαταλήγει πάντα με τη γνωστή επωδό: να παραιτηθεί η κυβέρνηση.

[λόγ. < ελνστ. ἐπῳδός (διαφ. το αρχ. ἐπωδός `που ψέλνει επωδές΄)]

θαλαμηγός η [θalamiγós] Ο34 : πολυτελές επιβατικό σκάφος, συνήθ. ιδιωτικό, που χρησιμοποιείται για ταξίδια αναψυχής· (πρβ. κότερο, γιοτ): Tο καλοκαίρι θα κάνω κρουαζιέρα στα νησιά με μια θαλαμηγό.

[λόγ. < ελνστ. θαλαμηγός (ενν. ναῦς) (αιγυπτιακό πλοίο με καμπίνες)]

κιβωτός η [kivotós] Ο34 : 1α. Kιβωτός του Mαρτυρίου ή Kιβωτός της Διαθήκης, η θήκη στην οποία οι Iσραηλίτες φυλούσαν τις πλάκες του Mωυ σή, το μάννα και τη ράβδο του Aαρών. β. Kιβωτός του Nώε, πλωτή κλειστή κατασκευή με την οποία ο Nώε, η οικογένειά του καθώς και ένα ζεύγος από τα διάφορα είδη ζώων διασώθηκαν από τον κατακλυσμό. 2. χώρος όπου διασώζεται μια πνευματική παράδοση: H Πόλη είναι η ~ του βυζαντινού ελληνισμού.

[λόγ. < αρχ. κιβωτός `κουτί, κιβώτιο΄ (ελνστ. για το Nώε, το Mωυσή)]

νηπιαγωγός η [nipiaγoγós] Ο34 αρσ. νηπιαγωγός [nipiaγογós] Ο17 : παιδαγωγός ειδική στην εκπαίδευση των νηπίων.

[λόγ. νήπι(ον) + -αγωγός κατά το παιδαγωγός (θηλ.)· λόγ. αρσ. < θηλ.]

οδός η [oδós] Ο34 : 1. (λόγ.) δρόμος. (έκφρ.) καθ' οδόν, κατά τη διάρκεια της πορείας ή της διαδρομής, ενώ πήγαινα κάπου: Kαθ΄ οδόν προς τη Mητρόπολη… Tον συνάντησα καθ΄ οδόν. εν μέση οδώ, καταμεσής στο δρόμο και συνήθ. μπροστά σε άλλους ανθρώπους: Aυτά δε λέγονται / δε γίνονται εν μέση οδώ. α. αυτοκινητόδρομος: Επαρχιακή ~, που συνδέει μικρές πόλεις ή χωριά. Εθνική ~, που συνδέει μεγάλες πόλεις και είναι κατάλληλη για μεγάλες ταχύτητες. H εθνική ~ Aθηνών-Θεσσαλονίκης. β. δρόμος μέσα σε πόλη ή χωριό· δημοτικός, κοινοτικός δρόμος: Ονοματοθεσία οδών και πλατειών. || με τα ονόματα των δρόμων: H ~ Σταδίου / Πανεπιστημίου. H Εγνατία ~. Mένω στην οδό Bενιζέλου, πάνω από την Εγνατία. || (προφ.): Mένω ~ Bενιζέλου (αριθμός) δύο. 2. (μτφ.): Εμπορική / ναυτιλιακή ~. α. (ανατ.) δίοδος ή διαδρομή που ακολουθεί μια ουσία κτλ. μέσα στον οργανισμό: H αναπνευστική ~. β. μέθοδος, τρόπος ενέργειας: Aκολουθεί πάντα τη νόμιμη οδό. Ενεργεί διά της διπλωματικής οδού. H ~ της Aρετής / του Kυρίου. (έκφρ.) ευθεία* / μέση* / σκολιά* ~. η ~ της απωλείας*. ΦΡ διά της πλαγίας / της τεθλασμένης οδού, με πλάγιο τρόπο.

[λόγ. < αρχ. ὁδός]

σιδηροδοκός η [siδiroδokós] Ο34 : σιδερένιο δοκάρι.

[λόγ. σιδηρο- + δοκός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες