Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2.388 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβιογένεση η [aviojénesi] Ο33 : (βιολ.) η γένεση οργανισμών από σύνθεση ανόργανων ή οργανικών ουσιών: H θεωρία της αβιογένεσης υποστηρίζεται μόνο ως υπόθεση για την πρώτη γένεση της ζωϊκής ουσίας.
[λόγ. < νλατ. abiogenesis < a- = α- 1 + bio- < λατ. bio- < αρχ. βίο(ς) + αρχ. γέ νε(σις) -ση]
- αβιταμίνωση η [avitamínosi] Ο33 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση του οργανισμού κατά την οποία οι βιταμίνες βρίσκονται σε χαμηλή ή ανύπαρκτη ποσότητα: H κακή διατροφή οδηγεί στην ~ του οργανισμού. Πολλά παιδιά γίνονται καχεκτικά από την ~.
[λόγ. < γαλλ. avitaminose < a- = α- 1 + vitamin(e) = βιταμίν(η) -ose = -ωσις > -ωση]
- αγαλλίαση η [aγalíasi] Ο33 : μεγάλη χαρά, ψυχική ευφορία· αγάλλιασμα, ευφροσύνη: H χαρά και η ~ των παιδιών στις γιορτές είναι απερίγραπτη. Mε ~ και αισιοδοξία ατενίζει το μέλλον.
[λόγ. < ελνστ. ἀγαλλία(σις) -ση]
- αγανάκτηση η [aγanáktisi] & αγανάχτηση η [aγanáxtisi] Ο33 : θυμός, έντονη δυσανασχέτηση, ιδίως αυτή που προκαλείται όταν θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου: H δολοφονία προκάλεσε την ~ της κοινής γνώμης. Γενική / λαϊκή / δίκαιη ~. Mε πνίγει η ~.
[λόγ. < αρχ. ἀγανάκτη(σις) -ση· μσν. αγανάχτηση < αρχ. ἀγανάκτησις με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- αγιογράφηση η [ajioγráfisi] Ο33 : η διακόσμηση χριστιανικού ναού με θρησκευτικές παραστάσεις: Έρανος για την ~ του ιερού ναού.
[λόγ. αγιογραφη- (αγιογραφώ) -σις > -ση]
- αγιοποίηση η [ajiopíisi] Ο33 : ανακήρυξη κάποιου ως αγίου από την εκκλησία μετά το θάνατό του.
[λόγ. αγιοποιη- (αγιοποιώ) -σις > -ση]
- αγκύλωση η [angílosi] Ο33 : (ιατρ.) ακαμψία άρθρωσης εξαιτίας πάθησης, συνένωση οστών που θα έπρεπε να είναι ξεχωριστά: Tο μονοκόμματο από την ~ κορμί του. || (μτφ.): H δραματική συμπύκνωση του έργου καταλήγει σε ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀγκύλω(σις) `δέσιμο της γλώσσας΄ -ση (η σημερ. σημ. μσν.)]
- αγκύρωση η [angírosi] Ο33 : η σύνδεση δύο στερεών υλικών με τη βοήθεια ενός μέσου συνδέσεως, συνήθ. μεταλλικού: Οι κανονισμοί των τεχνικών έργων προβλέπουν με ακρίβεια τα μήκη αγκυρώσεως.
[λόγ. άγκυρ(α) -ωσις > -ωση μτφρδ. γερμ. Verankerung]
- αγνόηση η [aγnóisi] Ο33 : το να μην υπολογίζει, να μη λαμβάνει κανείς υπόψη του κτ.: H ~ της παντοδυναμίας του ηθικού προβλήματος.
[λόγ. < ελνστ. ἀγνόη(σις) `άγνοια΄ -ση]
- αγόρευση η [aγórefsi] Ο33 : η ενέργεια του αγορεύω, η εκφώνηση λόγου σε δημόσια συγκέντρωση: H ~ του συνέδρου / του βουλευτή / του υπουργού. Σύντομη / μακριά / πολύωρη / κουραστική ~. || (νομ.) η προφορική ανάπτυξη και αποσαφήνιση της υπόθεσης στο ακροατήριο ενός δικαστηρίου: ~ εισαγγελέα / συνηγόρου.
[λόγ. < ελνστ. ἀγόρευ(σις) -ση]