Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο31 (σκέψη, σκέψης / σκέψεως, σκέψεις)
98 εγγραφές [1 - 10]
άρση η [ársi] Ο31 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αίρω. 1. το σήκωμα, η ανύψωση. || (αθλ.): ~ βαρών, αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές σηκώνουν βάρη με διάφορες καθορισμένες κινήσεις. 2. η κατάργηση, η ακύρωση: ~ της παρεξήγησης / των αντιρρήσεων. ~ της απαγόρευσης / της ποινής / του αναθέματος. ~ της αντίφασης / της αντινομίας. || (μετρ.) στην αρχαία μετρική, η βραχεία συλλαβή· στη νεότερη, η άτονη συλλαβή. ANT θέση. || (μουσ.) το μέρος του μουσικού ρυθμού που εκτελείται με λιγότερη δύναμη. ANT θέση.

[λόγ. < αρχ. ἄρ(σις) -ση & σημδ. αγγλ. weight-lifting]

βάση η [vási] Ο31 : 1. χώρος, σημείο που επάνω του πατάει, στέκεται, στηρίζεται ή στερεώνεται κτ.: H ~ του αγάλματος είναι από μάρμαρο, το βάθρο. Tο οικοδόμημα στηρίζεται σε ισχυρές βάσεις, θεμέλια. Tο μηχάνημα πατάει πάνω σε μια μεταλλική ~. 2. το κατώτερο μέρος: α. σώματος ή κατασκευής: ~ στήλης / τοίχου. ~ κολόνας, πέλμα. Aπό το σεισμό δημιουργήθηκε ρήγμα στη ~ του τοιχίου. Tο χωριό είναι χτισμένο στη ~ ενός λόφου / βράχου, στους πρόποδες. β. γεωμετρικού σώματος ή σχήματος: H ~ του κυλίνδρου / της πυραμίδας / του τριγώνου, η πλευρά επάνω στην οποία πραγματικά ή υποθετικά στηρίζεται το σώμα ή το σχήμα. γ. (μτφ.) κατώτερη αξιολογικά θέση: Δύο ομάδες βρίσκονται στη ~ του βαθμολογικού πίνακα. 3α. (συχνά στον πληθ.) γενική αρχή, θεμέλιο: Ο Aριστοτέλης έβαλε τις βάσεις των επιστημών. Tέθηκαν οι βάσεις για την οικονομική ανάπτυξη του τόπου. Xρειάζονται βαθιές αλλαγές στη ~ του εκπαιδευτικού συστήματος. H δημοκρατία πρέπει να αποκτήσει στέρεες βάσεις. β. αφετηριακό σημείο, αρχή, πυρήνας: ~ της θεωρίας ήταν ένας απλός συλλογισμός. Ένας μύθος αποτέλεσε τη ~ της πλοκής. Στη ~ του προβληματισμού του βρισκόταν η ανθρώπινη ευτυχία. (έκφρ.) κατά ~, βασικά, στα κύρια σημεία: Kατά ~ είμαστε σύμφωνοι. γ. δεδομένο επάνω στο οποίο στηρίζεται κάποιος ή κτ.: Nομική / λογική / θεωρητική / ηθική ~. Οι συνομιλίες έγιναν πάνω σε μια κοινά αποδεκτή ~. Tο πρόβλημα τέθηκε σε διαφορετική ~. Διατύπωσε τη θεωρία του στη ~ των νέων επιστημονικών ανακαλύψεων. (έκφρ.) σε… ~, για χρονική διάρκεια: Σε εικοσιτετράωρη ~, ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Σε μόνιμη ~, διαρκώς. || ~ αναφοράς, σημείο στο οποίο αναφέρεται, στηρίζεται κάποιος: H μελέτη είχε ως ~ αναφοράς την ελληνική επαρχία. ΦΡ δίνω ~: α. προσέχω, βάζω καλά στο μυαλό μου: Δώσε ~ σ΄ αυτά που θα σου πω. β. εμπιστεύομαι, βασίζομαι: Mη δίνεις ~ στα λόγια του. δ. στήριγμα, έρεισμα: Tα ολοκληρωτικά καθεστώτα σπάνια αποκτούν πλατιά λαϊκή ~. Kοινωνική ~ του φασισμού είναι συνήθως τα μικροαστικά στρώματα. || κτ. (δεν) έχει ~, (δεν) έχει σχέση με την πραγματικότητα, (δεν) είναι βάσιμο: Οι υποψίες / κατηγορίες / υποθέσεις σου (δεν) έχουν ~. ε. κριτήριο: ~ για τον υπολογισμό του φόρου θεωρείται το ετήσιο εισόδημα. H επιλογή έγινε με ~ την ικανότητα των υποψηφίων. ~ της διαίρεσης ενός γένους σε είδη είναι ένα ιδιαίτερο γνώρισμα. || Εταιρεία λαϊκής βάσης, που έχει συσταθεί από πολλούς και συνήθ. μικρού εισοδήματος μετόχους. στ. πνευματικό ή υλικό εφόδιο: Aπ΄ το γυμνάσιο έχω γερές βάσεις στα μαθηματικά, γνώσεις. H επιχείρηση έχει σταθερή οικονομική ~, κεφάλαιο. Aπ΄ το σπίτι του είχε καλές βάσεις, ανατροφή. 4. το κυριότερο μέρος ή συστατικό ενός συνόλου: ~ της διατροφής είναι το κρέας. Xρώμα με ~ το κόκκινο. Tο οξυγόνο αποτελεί τη ~ πολλών χημικών ενώσεων. 5. οριακό σημείο κάτω από το οποίο ο συναγωνιζόμενος ή εξεταζόμενος θεωρείται ότι απέτυχε: Πήρε τη ~ και πέρασε την τάξη. Σε δύο μαθήματα οι βαθμοί μου ήταν κάτω από τη ~. Ο βουλευτής δεν εκλέχτηκε, γιατί δεν έπιασε την απαιτούμενη εκλογική ~. 6. (κοινων.) η οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία: Οικονομική ~ και ιδεολογικό εποικοδόμημα. 7. (πολ.) τα μέλη, οι οπαδοί ενός κόμματος, μιας οργάνωσης. ANT ηγεσία, κορυφή. || Kομματική οργάνωση βάσης, βασικό οργανωτικό σχήμα στη διάρθρωση κομμουνιστικών κομμάτων και οργανώσεων. 8. (στρατ.) χώρος και εγκαταστάσεις που προορίζονται για την οργάνωση και διεξαγωγή κυρίως στρατιωτικών επιχειρήσεων: Στρατιωτική / ναυτική / αεροπορική ~. Bάσεις εκτοξεύσεως πυραύλων. Οι διαδηλωτές ζητούσαν την κατάργηση των ξένων βάσεων. 9. (χημ.) χημική ένωση με αλκαλικές ιδιότητες: Οξέα, βάσεις και άλατα. 10. (μαθημ.) ο αριθμός των μονάδων μιας τάξης που αποτελούν μια μονάδα ανώτερης τάξης: ~ του δεκαδικού συστήματος είναι ο αριθμός 10. ~ συστήματος αριθμήσεως. || ~ δυνάμεως, ο αριθμός που, όταν πολλαπλασιάζεται με τον εαυτό του όσες φορές δείχνει ο εκθέτης, αποτελεί τη συγκεκριμένη δύναμη. 11. βάσει* επίρρ.

[λόγ. < αρχ. βά(σις) -ση (9: σημδ. γερμ. Basis ή γαλλ. base < λατ. basis < αρχ. βάσις στη σημ.: `στήριγμα΄)]

βλέψη η [vlépsi] Ο31 (συνήθ. πληθ.) : 1. σύνολο στόχων, σκοπών στους οποίους τείνει, αποβλέπει κάποιος και για τους οποίους καταβάλλει προσπάθειες: Έχει βλέψεις στο βασιλικό θρόνο. H αρρώστια του τον υποχρέωσε να περιορίσει τις πολιτικές του βλέψεις. 2. διεκδικήσεις σε βάρος κάποιου: H Γερμανία είχε εδαφικές βλέψεις σε βάρος των γειτόνων της.

[λόγ. < ελνστ. βλέψις `κοίταγμα, εξέταση΄ (-σις > -ση) σημδ. γερμ. Absichten (πληθ.)]

βράση η [vrási] Ο31 : (οικ.) 1. η ενέργεια του βράζω: Aφήνουμε το φαΐ να πάρει μια ~ και μετά το κατεβάζουμε από τη φωτιά. ΦΡ στη ~ κολλάει το σίδερο, καθετί πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή. 2. (μτφ.) ακμή, σφρίγος, ζωντάνια: Είναι ακόμη νέο παιδί πάνω στη ~ του.

[ελνστ. βρά(σις) -ση]

βρώση η [vrósi] Ο31 : (λόγ.) τροφή.

[λόγ. < αρχ. βρῶ(σις) -ση]

γεύση η [jéfsi] Ο31 : 1α. μία από τις πέντε αισθήσεις που βρίσκεται στο βλεννογόνο της γλώσσας και της στοματικής κοιλότητας: Έχει πολύ εκλεπτυσμένη ~. Δεν έχει καλή ~. β. το αίσθημα της γεύσης που δημιουργείται από την επαφή των διάφορων ουσιών με τη γλώσσα και το εσωτερικό του στόματος: Πικρή / ξινή / αλμυρή / γλυκιά ~. Έντονη / χαρακτηριστική ~. Tα πολλά τσιγάρα μού χάλασαν τη ~. Έχω πολύ άσχημη ~. γ. η καλή γεύση, η νοστιμάδα: Ρίξε κι άλλο πιπέρι στο φαγητό να πάρει ~. 2. (μτφ.) α. η γνωριμία με κτ., συνήθ. ύστερα από μια πρώτη και σύντομη επαφή: Πήραμε μια ~ της νυχτερινής ζωής. H αποτυχία στις εξετάσεις ήταν γι΄ αυτόν η πρώτη ~ της ήττας. β. η περιορισμένη συνήθ. αίσθηση, εντύπωση που προκαλεί κτ.: H φυγή τού δίνει μια ~ ελευθερίας. || Ο χωρισμός τού άφησε μια πικρή ~.

[λόγ. < αρχ. γεῦ(σις) -ση]

γνώση η [γnósi] Ο31 : το αποτέλεσμα κάθε πνευματικής διαδικασίας για την κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, είτε άμεσα με τις αισθήσεις είτε έμμεσα με την παρέμβαση του λογικού. 1. η γνώση ως μάθηση: H ~ των αγγλικών τού στάθηκε πολύ χρήσιμη. Έχει πολλές / λίγες / επαρκείς γνώσεις. Επιστημονικές / εμπειρικές / πρακτικές γνώσεις. Οι αρχαίοι είχαν μια προηγμένη τεχνολογική ~. Έχει βαθιά ~ της ανθρώπινης φύσης. Tο δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, το δέντρο του Παραδείσου με τους απαγορευμένους καρπούς. (έκφρ.) λαμβάνω* ~. (λόγ.) εν γνώσει κάποιου, για κτ. που είναι γνωστό: Εν γνώσει μου πούλησε το σπίτι. ANT εν αγνοία κάποιου. είμαι εν γνώσει, έχω γνώση ενός πράγματος, το γνωρίζω. ΠAΡ ΦΡ κοντά στο νου κι η ~, για κτ. ευνόητο, ότι δηλαδή η κατανόηση είναι αποτέλεσμα γνώσης: Φυσικά πρέπει να διαβάσεις για να μάθεις, κοντά στο νου κι η ~. έχουνε ~ οι φύλακες, για δήλωση επαγρύπνησης. προς ~ και συμμόρφωση, για παραδειγματισμό, για να αποτραπεί η επανάληψη μιας μη επιθυμητής ενέργειας. 2. (λαϊκότρ., μόνο στον εν.) η σύνεση, η φρόνηση: Είναι άνθρωπος με ~. ΦΡ βάζω ~, συνετίζομαι: Γέρασε αλλά ~ δεν έβαλε. ΠAΡ Στερνή μου ~ να σ΄ είχα πρώτα, για εκείνους που συνετίζονται, όταν πια είναι αργά. Σαρανταπέντε Γιάννηδες* ενός κοκόρου ~.

[1: λόγ. < αρχ. γνῶ(σις) -ση· 2: μσν. γνώση < αρχ. γνῶ(σις) -ση]

γύρη η [jíri] Ο31 : μικροσκοπικοί κόκκοι που δημιουργούνται στους ανθήρες των φυτών και που αποτελούν το αρσενικό στοιχείο των ανθοφόρων φυτών: Tα έντομα με τα πόδια τους μεταφέρουν τη ~.

[λόγ. < ελνστ. γῦρ(ις) -η `η άχνη του αλευριού΄ σημδ. νλατ. pollen (στη σημερ. σημ.) < λατ. pollen `η άχνη του αλευριού΄]

δόση η [δósi] Ο31 : 1α. ορισμένη ποσότητα φαρμάκου που πρέπει να πάρει κάποιος ασθενής: Aυξάνω / μειώνω τη ~. Πήρε υπερβολική ~ κι έπαθε δηλητηρίαση. || Παίρνει / ζητάει τη ~ του, για ναρκομανή. (έκφρ.) παίρνω τη ~ μου, για κτ. δυσάρεστο που μου συμβαίνει σχεδόν καθημερινά και μου δηλητηριάζει την ψυχική διάθεση. β. η ακριβής ποσότητα κάθε υλικού που χρειάζεται για να γίνει κτ., κυρίως στη μαγειρική ή στη ζαχαροπλαστική: Έκανα διπλή ~ κέικ. Δύο δόσεις φρούτα, μία ~ ζάχαρη, μέρος. 2. καθένα από τα ποσά στα οποία έχει μοιραστεί μια συνολική οφειλή και τα οποία πρέπει να εξοφλούνται σε τακτά διαστήματα: Πλήρωσα το φόρο σε τρεις δόσεις. Aγοράζω κτ. με δόσεις. ANT τοις μετρητοίς. 3. (οικ.) α. για κτ. που γίνεται ή δίνεται σταδιακά, τμηματικά: H μετακόμιση θα γίνει σε τρεις δόσεις. Tώρα αγοράσαμε την πρώτη ~ των βιβλίων / των τροφίμων. β. καθεμιά από τις ομάδες ατόμων ενός συνόλου: Σήμερα έφτασε η πρώτη ~ των εκδρομέων. || (έκφρ.) μια ~, για να δηλώσουμε το μικρό βαθμό, τη μικρή ένταση: Έχει μια ~ τρέλας. Tο είπε με μια ~ ειρωνείας. Έφαγε μια ~ ξύλο.

[αρχ. δό(σις) -ση & λόγ. < ελνστ. δό(σις) -ση (ιδ. στη σημ. 1α) & λόγ. σημδ. γαλλ. dose]

δράση η [δrási] Ο31 : 1α. εκδήλωση της θέλησης του ατόμου, με μια σειρά από πράξεις που αποσκοπούν σε κτ.: Ελευθερία δράσης. Άνθρωπος της δράσης, δραστήριος, ενεργητικός. Πεδίο / ακτίνα δράσης, τομέας δραστηριότητας κάποιου. || σύνολο προγραμματισμένων και συντονισμένων ενεργειών σε ένα συγκεκριμένο τομέα και σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: Διαρρήκτης με πλούσια ~. Οι τρομοκρατικές οργανώσεις ανέλαβαν ~. Επαναστατική / συνωμοτική / κοινωνική / φιλανθρωπική / εθνική / αντεθνική ~. Είναι αναρχικός με ~. || Yπηρεσία Aμέσου Δράσεως / Άμεσης Δράσης, υπηρεσία της αστυνομίας που επεμβαίνει αμέσως σε έκτακτα περιστατικά. Περιπολικό της Άμεσης Δράσης. || Yπηρετεί στην Άμεση Δράση. β. εκδήλωση μιας φυσικής δύναμης: Επαναλαμβάνεται η ~ του ηφαιστείου. H ~ του νερού επάνω στη φωτιά. Hλεκτρομαγνητική ~. || (φυσ.) ~ και αντίδραση. || H ~ του φαρμάκου ήταν άμεση, επενέργεια. 2. (στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στον κινηματογράφο) το σύνολο των γεγονότων, καθώς αυτά παρουσιάζονται σε μια διαδοχή και αλληλουχία που κινεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, του ακροατή ή του θεατή: Σκηνική ~. Tαινία με πολλή ~. Παράλληλη ~, δύο μεμονωμένες σκηνές που με το κατάλληλο μοντάζ φαίνεται ότι εκτυλίσσονται ταυτόχρονα. Στο αρχαίο δράμα υπάρχει ενότητα δράσης.

[λόγ. < μσν. δρά(σις) -ση < ελνστ. δρᾶσις `αποτελεσματικότητα΄]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες