Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
429 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγαθοσύνη η [aγaθosíni] Ο30 : η ιδιότητα του αγαθού· αγαθότητα: H ~ των θεών.
[ελνστ. ἀγαθωσύνη (ορθογρ. κατά το επίθημα -οσύνη)]
- αγέλη η [ajéli] Ο30 : 1.ομάδα ζώων, ιδίως άγριων, που ζουν ή βόσκουν μαζί κοπάδι: Tο χειμώνα, οι λύκοι σχηματίζουν αγέλες, για να μπορούν να κυνηγούν με μεγαλύτερη ευκολία. 2. (μτφ., μειωτ.) πλήθος ατόμων που ενεργεί με έναν τρόπο ομαδικό και τυφλό, όπως η αγέλη των ζώων: Nα σκεφτούν σαν άτομα και όχι σαν ~.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀγέλη· 2: σημδ. γαλλ. troupeau]
- αγκύλη η [angíli] Ο30 (συνήθ. πληθ.) : α.τυπογραφικό σημείο που περικλείει παρενθετικά τμήμα του λόγου ( [ ] ). || (μαθημ.) σύμβολο που χρησιμοποιείται σε αλγεβρικές παραστάσεις, όταν έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί οι παρενθέσεις, για αποφυγή παρερμηνείας. || (φιλολ.) σύμβολο που χρησιμοποιείται στο κριτικό υπόμνημα κριτικής έκδοσης κειμένου, για να παρατεθούν διαφορετικές γραφές των χειρογράφων και στο κείμενο της κριτικής έκδοσης, όταν προτείνεται διαγραφή. || σύμβολο που χρησιμοποιείται στην επιγραφική και στην παπυρολογία, για να δηλωθεί χάσμα του κειμένου. β. Γωνιώδεις αγκύλες, τυπογραφικό σημείο (< >). || (φιλολ.) σύμβολο που χρησιμοποιείται στο κείμενο κριτικής έκδοσης, για να δηλώσει προσθήκες φιλολόγων.
[λόγ. < αρχ. ἀγκύλη `γαμψό εργαλείο, θηλιά΄ σημδ. γαλλ. crochet]
- αγραμματοσύνη η [aγramatosíni] Ο30 : η ιδιότητα του αγράμματου, η αμάθεια, η ημιμάθεια: Xωρίς συστηματική γλωσσική διδασκαλία οδηγούμαστε στην ~. Δεν ντρέπεται καθόλου για την ~ του.
[λόγ. αγράμμα τ(ος) -οσύνη]
- αγχόνη η [aŋxóni] Ο30 : κατασκευή (σκοινί με θηλιά κτλ.) με την οποία γίνεται ο απαγχονισμός: Στήνεται η ~. Ο μελλοθάνατος στάθηκε παλικαρίσια μπροστά στην ~. Ο δι΄ αγχόνης θάνατος, θανάτωση με απαγχονισμό.
[λόγ. < αρχ. ἀγχόνη `κρέμασμα, θηλιά κρεμάλας΄]
- αδαημοσύνη η [aδaimosíni] Ο30 : η ιδιότητα του αδαούς ανθρώπου, του ανθρώπου που δεν έχει γνώσεις ή πείρα σχετικά με κτ.: Aνεπίτρεπτη / απαράδεκτη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀδαημοσύνη, διαφ. γραφή του ἀδαημονία]
- αδαμαντίνη η [aδamandíni] Ο30 : (ανατ.) σκληρή, λευκή και στιλπνή ουσία που αποτελεί το εξωτερικό τμήμα του δοντιού στην περιοχή της μύλης, και το προστατεύει· σμάλτο2· (πρβ. οδοντίνη).
[λόγ. < αγγλ. adaman tine < λατ. adamant(inus) < αρχ. ἀδαμάντ(ινος) -ine = -ίνη]
- αδελφοσύνη η [aδelfosíni] & αδερφοσύνη η [aδerfosíni] Ο30 : ο στενός συναισθηματικός δεσμός που συνδέει τα αδέλφια ή τους ανθρώπους που αγαπιούνται σαν αδέλφια: Θα αγωνιστούμε για τη συνεννόηση και την ~ των λαών. Ένας μυστικός δεσμός αδελφοσύνης ενώνει όλους τους ανθρώπους. Ελευθερία, ισότητα, ~ ήταν το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης.
[λόγ. < μσν. αδελφοσύνη `αδελφοποίηση΄ < αδελφ(ός) -οσύνη & σημδ. γαλλ. fraternité· τροπή [lf > rf] κατά το αδελφός > αδερφός]
- αδρεναλίνη η [aδrenalíni] Ο30 : (ιατρ.) η ορμόνη που εκκρίνουν οι επινεφρίδιοι αδένες. || φάρμακο, με βάση την αδρεναλίνη, που αυξάνει την πίεση του αίματος.
[λόγ. < γαλλ. adrénaline (ορθογρ. δαν.) -ine = -ίνη]
- αεραποθήκη η [aerapoθíki] Ο30 : κλειστό τμήμα μηχανήματος όπου αποθηκεύεται αέρας.
[λόγ. αερ(ο)- + αποθήκη]