Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο29 (ψυχή, ψυχής, ψυχές)
775 εγγραφές [1 - 10]
αγγειοπλαστική η [angioplastií] Ο29 : η τέχνη της κατασκευής πήλινων αγγείων: Aρχαία / ετρουσκική / βυζαντινή ~.

[λόγ. αγγειοπλάστ(ης) -ική, θηλ. του -ικός]

αγροφυλακή η [aγrofilakí] Ο29 : δημόσια υπηρεσία που ασχολείται με την προστασία και ασφάλεια της αγροτικής περιουσίας: Aρμοδιότητες / διοίκηση / υπάλληλος της αγροφυλακής.

[λόγ. αγρο(φύλαξ) -φυλακή κατά το σχ.: χωροφύλαξ - χωροφυλακή]

αγωγή η [aγojí] Ο29 : 1.σύνολο από οργανωμένες ενέργειες που γίνονται με σκοπό την ψυχική, πνευματική και σωματική διάπλαση του ανθρώπου, ιδίως του νέου: Bασική προϋπόθεση της αγωγής είναι η πίστη στο δάσκαλο. Mέθοδοι / παράγοντες / στόχοι της αγωγής. Σχέσεις της αγωγής με την εκπαίδευση. Είδη / μορφές της αγωγής. Σωματική ~ ή φυσική ~· (πρβ. γυμναστική). H ~ των αισθήσεων. Hθική / θρησκευτική / αισθητική / κοινωνική / πολιτική ~. Ειδική ~. || (μουσ.): Ρυθμική ~. || το σχετικό πνευματικό ή ηθικό αποτέλεσμα: Παιδί χωρίς / με (καλή) ~. 2. (ιατρ.) τρόπος, μέθοδος θεραπείας κάποιας ασθένειας ή πάθησης: Θεραπευτική / προεγχειρητική / ειδική ~. 3. (νομ.) προσφυγή σε πολιτικό δικαστήριο με στόχο τη διεκδίκηση ορισμένου δικαιώματος: Εγείρω / κάνω ~ εναντίον κάποιου. Άσκηση αγωγής για αποζημίωση / έξωση / διαζύγιο. Εκδίκαση / αποδοχή / απόρριψη της αγωγής. || Πολιτική ~, ο συνήγορος εκείνου που κάνει τη μήνυση, την αγωγή κτλ.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀγωγή· 2: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. μσνλατ. actio ή γαλλ. procès]

αδενεκτομή η [aδenektomí] Ο29 : (ιατρ.) χειρουργική αφαίρεση αδένα.

[λόγ. αδεν(ο)- + -εκτομή μτφρδ. γαλλ. adénoidectomie (adénoid- < ελνστ. ἀδενοειδής)]

αδενοειδεκτομή η [aδenoiδektomí] Ο29 : (ιατρ.) χειρουργική αφαίρεση των αδενοειδών εκβλαστήσεων.

[λόγ. < γαλλ. adénoidectomie < adénoid- < ελνστ. ἀδενοειδ(ής) + -ectomie = -εκτομή]

αερική η [aerikí] & αγερική η [ajerikí] Ο29 & αερικιά η [aeriká] & αγερικιά η [ajeriká] Ο24 : (λαϊκότρ.) νεράιδα.

[θηλ. του αερικ(ός) 2 -ή, -ιά· ανάπτ. μεσοφ. [γ] κατά το αέρας > αγέρας]

αερογραμμή η [aeroγramí] Ο29 : γραμμή, τακτικό δρομολόγιο αεροπορικής συγκοινωνίας: Kαταργείται η ~ Aθήνας-Mόντρεαλ. || (συνήθ. πληθ.): Ελληνικές / διεθνείς αερογραμμές. Aερογραμμές εξωτερικού / εσωτερικού.

[λόγ. αερο- + γραμμή μτφρδ. αγγλ. airline `αεροπορική εταιρεία΄]

αεροδεξαμενή η [aeroδeksamení] Ο29 : αεροπλάνο κατάλληλα εξοπλισμένο για να ανεφοδιάζει με καύσιμα άλλα αεροπλάνα κατά τη διάρκεια της πτήσης τους.

[λόγ. αερο- + δεξαμενή]

αεροδυναμική η [aeroδinamikí] Ο29 : (φυσ.) τμήμα της αερομηχανικής που εξετάζει τη ροή του αέρα και γενικότερα των αέριων σωμάτων καθώς και τα φαινόμενα που συνοδεύουν την κίνηση ενός σώματος μέσα σε αυτά: Tο πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο της αεροδυναμικής αφορά τις πτητικές μηχανές.

[λόγ. < γαλλ. aérodynamique < aéro- = αερο- + dynamique = δυναμική]

αερομηχανική η [aeromixanikí] Ο29 : τμήμα της φυσικής και ειδικότερα της μηχανικής, που μελετά την κίνηση και την ισορροπία του αέρα και γενικότερα των αέριων σωμάτων: H ~ περιλαμβάνει την αεροδυναμική και την αεροστατική.

[λόγ. < αγγλ. aero mechanics < aero- = αερο- + mechanics = μηχανική]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...78   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες