Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3.295 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβαρία η [avaría] Ο25 : 1.(ναυτ.) α. βλάβη ή ζημιά που παθαίνει το πλοίο ή το φορτίο του στη διάρκεια του ταξιδιού: Είχαμε πολλές αβαρίες στο ταξίδι. β. το ρίξιμο μέρους του φορτίου στη θάλασσα σε ώρα κινδύνου: Mας βρήκε φουρτούνα και κάναμε ~. 2α. οποιαδήποτε ζημιά, απώλεια: Aδιαφορώ για τις οικονομικές αβαρίες. β. οποιαδήποτε υποχώρηση, μετριασμός απαιτήσεων, αξιώσεων κτλ.: Δε σου ζητώ και πολλά πράγματα· μια μικρή ~ κάνε.
[ιταλ. avaria < αραβ. ῾awāriya]
- αβδέλλα η [avδéla] Ο25 : (λαϊκότρ.) βδέλλα.
[αρχ. βδέλλα με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-vδ > miavδ > mi-avδ] ]
- αβελτηρία η [aveltiría] Ο25 : (λόγ.) διανοητική νωθρότητα, ανεπάρκεια: Ο τόπος βυθίστηκε στην αμάθεια και στην ~.
[λόγ. < αρχ. ἀβελτερία κατά τη σφαλερή ελνστ. γραφή ἀβελτηρία]
- αβλεψία η [avlepsía] Ο25 : απροσεξία, αμέλεια της στιγμής· παραδρομή: Δεν είναι και κανένα βαρύ λάθος· μια ~ απλή ήταν. Tυπογραφικές αβλεψίες.
[λόγ. < ελνστ. ἀβλεψία `ανικανότητα να δει κανείς΄]
- αβουλησία η [avulisía] Ο25 : αβουλία2.
[λόγ. < ελνστ. ἀβουλησία]
- αβουλία η [avulía] Ο25 : 1.η έλλειψη βούλησης, αποφασιστικότητας: Στις δύσκολες στιγμές τον κυρίευε μια ~. Διακρινόταν πάντα για την αδράνεια και την ~. 2. (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία βουλητικής ενέργειας.
[λόγ. < αρχ. ἀβουλία]
- αγαθοεργία η [aγaθoerjía] Ο25 : αφιλοκερδής και ανυστερόβουλη πράξη που ωφελεί το κοινωνικό σύνολο· φιλανθρωπία: Όρισε στη διαθήκη του ένα ποσό για αγαθοεργίες.
[λόγ. < αρχ. ἀγαθοεργία]
- αγαθοπιστία η [aγaθopistía] Ο25 : η ιδιότητα του αγαθόπιστου· ευπιστία.
[λόγ. αγαθόπιστ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. bonne foi]
- αγαθοποιία η [aγaθopiía] Ο25 : αγαθοεργία.
[λόγ. < ελνστ. ἀγαθοποιΐα]
- αγαλακτία η [aγalaktía] & αγαλαξία η [aγalaksía] Ο25 : (ιατρ.) διακοπή ή έλλειψη του μητρικού γάλακτος μετά τον τοκετό. || Λοιμώδης ~, αρρώστια των αιγοπροβάτων.
[λόγ. < νλατ. agalactia (στη νέα σημ.) < αρχ. ἀγαλακτία `έλλειψη γάλακτος΄· λόγ. < νλατ. agalaxia < ελνστ. ἀγάλαξ `που δεν έχει γάλα΄ -ia = -ία (σφαλερά αντί agalactia)]