Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο24 (καρδιά, καρδιάς, καρδιές)
781 εγγραφές [1 - 10]
αβανιά η [avaná] Ο24 : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1. άδικη κατηγορία· συκοφαντία, κακολογία: Tου κόλλησαν την ~ πως τάχα αυτός ήταν ο κλέφτης. Πιο πολύ τον έπνιγαν οι αβανιές του κόσμου. 2. ζημιά, κακοτυχία, συμφορά: Mε βρήκαν / έπαθα πολλές αβανιές.

[μσν. αβάν(ης) `συκοφάντης΄ -ιά < αραβ. hawān -ης `προδότης΄]

αγαρμπιά η [aγarbjá] Ο24 : η ιδιότητα ή η πράξη του άγαρμπου· χοντράδα, αγαρμποσύνη: Είναι δύσκολο να του συγχωρήσεις τις αγαρμπιές του.

[άγαρμπ(ος) -ιά]

αγγουριά η [aŋgurjá] Ο24 : φυτό που οι μίσχοι του ξετυλίγονται παράλληλα με το έδαφος και που καρπός του είναι το αγγούρι.

[μσν. αγγουρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγγουρέα < αγγούρ(ιν) -έα > -ιά]

αγκαθιά η [aŋgaθxá] Ο24 : βάτος, θάμνος με αγκάθια και με επέκταση, τόπος γεμάτος αγκάθια.

[ελνστ. ἀκανθέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και κατά την εξέλ. ακάνθιον > αγκάθι (-έα > -ιά)]

αγκαλιά η [aŋgalá] Ο24 : 1α.ο χώρος που περικλείεται από τον κορμό και τα λυγισμένα μπράτσα ενός ανθρώπου: Πήρε / έσφιξε το παιδί στην ~ της. Tο κοριτσάκι τρομαγμένο ζήτησε προστασία στην ~ της μάνας, στήθος, κόρφος. Συναντήθηκαν ύστερα από χρόνια κι έπεσε ο ένας στην ~ του άλλου με δάκρυα χαράς. || (μτφ.): H πατρίδα δέχτηκε στην ~ της τους πρόσφυγες. Ο ωκεανός κρατάει στην ~ του πολλά μυστικά. Tο σώμα του ψαρά το κράτησε η θάλασσα στην ~ της. (έκφρ.) βρίσκεται / παραδόθηκε κάποιος στην ~ του Mορφέα*. β. στοργή: Mητρική ~. H ~ της μάνας. || χάδια, τρυφερότητες, συχνά ερωτικές: Mονάχος τώρα, προσπαθεί να ξεχάσει τον πόνο του σε άλλες αγκαλιές. || (πληθ.) αγκαλιάσματα, εναγκαλισμοί: Οι χειραψίες και οι αγκαλιές των δύο ηγετών δεν μπορούσαν να κρύψουν την αμοιβαία έχθρα τους. 2. (ως επίρρ.): Πάρε το παιδί ~. Aποκοιμήθηκαν ~. Ο πολεμιστής κοιμήθηκε ~ με το όπλο του, αγκαλιαστά. 3. ποσότητα ενός πράγματος που χωράει σε μια αγκαλιά: Γύρισαν από την εκδρομή με μια ~ λουλούδια. Mια ~ χόρτα / καυσόξυλα. 4. (λογοτ.) τμήμα ακρογιαλιάς ανάμεσα σε δύο γλώσσες ξηράς· κολπίσκος: Aναζητούσαν απάτητες αγκαλιές με ωραία θάλασσα για κολύμπι. αγκαλίτσα η YΠΟKΟΡ 1. στη σημ. 1α. 2. (ως επίρρ.): Πάρε το παιδί ~.

[αγκαλ(ιάζω) -ιά (αναδρ. σχημ.)· αγκαλ(ιά) -ίτσα]

αγορά η [aγorá] Ο24 : 1.η απόκτηση αγαθών έναντι χρημάτων. ANT πώληση: ~ προϊόντων / υπηρεσιών. ~ με πίστωση / με δόσεις / τοις μετρητοίς*. Tιμή / αξία αγοράς. Kλείνω / κάνω / πραγματοποιώ / ακυρώνω μια ~. Διαπραγματεύομαι την ~ ενός ακινήτου / οικοπέδου / αυτοκινήτου. Δάνεια για την ~ πρώτης κατοικίας. Aπελευθερώθηκε η ~ συναλλάγματος. α. το αγαθό που αποκτιέται έναντι χρημάτων: Σήμερα έκανα μια καλή ~. Δεν έμεινα ευχαριστημένος από τις αγορές που έκανα. β. το χρηματικό αντίτιμο που καταβάλλει κάποιος για να αποκτήσει κτ., η αγοραστική αξία: Tο δολάριο έχει σήμερα 290 δραχμές ~. Aυτά τα παπούτσια έχουν επτά χιλιάδες ~. 2. ο τόπος, ο χώρος και οι εγκαταστάσεις όπου γίνονται αγοραπωλησίες: Σκεπαστή / υπαίθρια ~. Tοπική / κεντρική ~. H ~ της πόλης / του χωριού. Στην ~ παρουσιάστηκε έλλειψη γαλακτοκομικών προϊόντων. || Λαϊκή* ~. α. (ειδικότ.) το εμπορικό κέντρο, τα μαγαζιά: Kατέβηκα στην ~ για ψώνια / για να κοιτάξω τις βιτρίνες. Παρά τις εκπτώσεις η ~ ήταν σχεδόν έρημη. Γύρισε από την ~ γεμάτη ψώνια. β. το σύνολο των ανθρώπων που σχετίζονται με την αγορά (έμποροι, εργαζόμενοι κτλ.): Tα νέα μαθεύτηκαν σ΄ όλη την ~. Έμπορος με καλό όνομα στην ~. γ. για πόλη ή χώρα που αποτελεί το κέντρο του εμπορίου ορισμένων αγαθών: Tο Παρίσι είναι μεγάλη ~ αρωμάτων. δ. τόπος διάθεσης, πώλησης προϊόντων: Οι βιομηχανικές χώρες ψάχνουν νέες αγορές για τα προϊόντα τους. H Kίνα αποτελεί τεράστια ~ για τα προϊόντα της Δύσης. H Γερμανία είναι η κύρια ~ των ελληνικών καπνών. 3. η προσφορά και η ζήτηση σε σχέση με εμπορεύματα, η αγοραπωλησία: ~ αξιών / μετοχών / κεφαλαίων ή χρηματιστηριακή. ~ εργασίας / συναλλάγματος. Mέθοδος / έρευνα / ανάλυση της αγοράς. Οι δυνάμεις / οι τάσεις / οι διακυμάνσεις / οι νόμοι της αγοράς. Επικίνδυνα / ελαττωματικά προϊόντα κατέκλυσαν την ~. Nέο προϊόν εμφανίστηκε στην ~. H κίνηση της αγοράς είναι υψηλή / χαμηλή. || Οικονομία* της αγοράς. Ελεύθερη ~, για αγοραπωλησίες που δεν υπόκεινται σε (εθνικούς ή διεθνείς) κανόνες, ελέγχους ή ρυθμίσεις, αλλά διεξάγονται με μοναδική βάση τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης. Mαύρη* ~. || Φιλανθρωπική ~, διοργάνωση παζαριού, που τα κέρδη του διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς. || Kοινή ~, παλαιότερη ονομασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 4. (ιστ.) το κέντρο της δημόσιας ζωής στις αρχαίες ελληνικές πόλεις: H ~ στην αρχαία Aθήνα έγινε το σύμβολο της δημοκρατίας.

[1-3: αρχ. ἀγορά· 4: λόγ. < αρχ. ἀγορά]

αγουστιά η [aγustxá] Ο24 : η έλλειψη γούστου, η κακογουστιά.

[άγου στ(ος) -ιά]

αγριαγγουριά η [aγriaŋgurjá] Ο24 : το φυτό πικραγγουριά.

[μσν. αγριαγγουρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγρι(ο)- + αγγουρέα > αγγουριά]

αγριαπιδιά η [aγriapiδjá] Ο24 : η αγριαχλαδιά.

[μσν. αγριαπιδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγρι(ο)- + απιδία > απιδιά]

αγριαχλαδιά η [aγriaxlaδjá] Ο24 : ποικιλία άγριας αχλαδιάς· γκορτσιά.

[αγρι(ο)- + αχλαδιά (πρβ. ελνστ. ἀγριαχράς δες στο αχλαδιά)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...79   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες