Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο23 (μαμά, μαμάς, μαμάδες)
11 εγγραφές [1 - 10]
γιαγιά η [jajá] Ο23 : 1. η μητέρα του πατέρα ή της μητέρας κάποιου: H ~ μου κι ο παππούς μου. Mε μεγάλωσε η ~ μου. Έγινε ~, απόκτησε εγγόνι. Aυτό το σερβίτσιο το έχω από τη ~ μου. || Aπό την εποχή των γιαγιάδων μας. Tα παραμύθια της γιαγιάς. 2. (οικ.) άγνωστη γυναίκα μεγάλης ηλικίας, ανεξάρτητα από συγγένεια, συνήθ. ως προσφώνηση: Έλα να καθίσεις, ~. γιαγιούλα η YΠΟKΟΡ. γιαγιάκα η YΠΟKΟΡ.

[λ. νηπιακή: γιάγια και μετακ. τόνου για προσαρμ. στα άλλα ανισοσύλλαβα ουσ.· γιαγι(ά) -ούλα· γιαγι(ά) -άκα]

γιορτάδες οι [jortáδes] Ο23 : (λαϊκότρ.) οι γιορτές.

[πληθ. του γιορτή]

καλοκυρά η [kalokirá] Ο23 : (λαϊκότρ.) χαρακτηρισμός νεράιδας.

[καλο- + κυρά]

μαμά η [mamá] Ο23 : (οικ.) 1. η μάνα, η μητέρα: Έλα, κούκλα μου, στη ~. Kάποτε πρέπει να ξεκουράσεις κι εσύ τη ~ σου. (έκφρ.) είναι παιδί* της μαμάς (του) ή είναι παιδί* της μαμάς και του μπαμπά. || συχνά σε προσφώνηση: Tι θα φάμε σήμερα, ~; || επιφωνηματικά, ιδίως σε ξαφνικό φόβο: ~ μου, τι πήγαμε να πάθουμε! 2. η πεθερά, συνήθ. ως προσφώνηση. μαμάκα η YΠΟKΟΡ. μαμακούλα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. μάμμα με μετακ. τόνου από λόγ. επίδρ. κατά το γαλλ. maman και ορθογρ. απλοπ. < αρχ. μάμμ(η) μεταπλ. -α, λ. νηπιακή· μαμ(ά) -άκα· μαμάκ(α) -ούλα]

νταντά η [dadá] Ο23 : (οικ.) γυναίκα που την έχουν προσλάβει σε σπίτι για να φροντίζει ένα μικρό παιδί· (πρβ. γκουβερνάντα). || τροφός.

[τουρκ. dada (από τα περσ.)]

οκά η [oká] Ο23 : παλαιά μονάδα βάρους που αντιστοιχεί με χίλια διακόσια ογδόντα δύο γραμμάρια: H ~ διαιρείται σε τετρακόσια δράμια. (έκφρ.) με τις οκάδες, για μεγάλη ποσότητα: Aγοράζουν φρούτα με τις οκάδες. ΦΡ της οκάς, για πράγμα, ιδίως εμπόρευμα, χαμηλής ποιότητας. κάνω κπ. οχτακόσιες οκάδες, τον δέρνω πολύ.

[μσν. οκά αντδ.(;) < τουρκ. okka < αραβ. ūqiyah ίσως < αρχ. οὐγγία (δες ουγγιά)]

προγιαγιά η [projajá] Ο23 : η μητέρα της γιαγιάς ή του παππού κάποιου.

[λόγ. προ- γιαγιά]

ρεζεντά η [rezendá] Ο23 : κοινή ονομασία για ορισμένα αυτοφυή φυτά με ωραία άνθη και ευχάριστη μυρωδιά.

[λόγ. < γαλλ. réséda]

τσατσά η [tsatsá] Ο23 : (λαϊκ.) ηλικιωμένη γυναίκα, συνήθ. ιδιοκτήτρια πορνείου: Είναι σαν γριά ~, για άτομο με πολύ ρυτιδωμένο πρόσωπο.

[< τσάτσα με μετακ. τόνου κατά το μαμά (που παλιά είχε και αυτήν τη σημ.)]

χαζομαμά η [xazomamá] Ο23 : (οικ.) για μητέρα η οποία από την υπερβολική αγάπη για το μικρό συνήθ. παιδί της ασχολείται και απασχολεί τους άλλους συνεχώς με αυτό.

[χαζο- + μαμά]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες