Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο21 (δεκανέας, δεκανέα, δεκανείς)
82 εγγραφές [1 - 10]
αερομεταφορέας ο [aerometaforéas] Ο21 : εταιρεία, οργανισμός κτλ. που αναλαμβάνει αεροπορικές μεταφορές: Ο εθνικός ~.

[λόγ. αερο- + μεταφορέας μτφρδ. αγγλ. air transport]

αλιέας ο [aliéas] Ο21 : (επίσ.) ο ψαράς: Ένωση / συνεταιρισμός αλιέων. (εκκλ. έκφρ.) αλιείς ανθρώπων, οι Aπόστολοι και με επέκταση, όσοι διαδίδουν το μήνυμα του χριστιανισμού.

[λόγ. < αρχ. ἁλιεύς, αιτ. -έα]

αμμοβολέας ο [amovoléas] Ο21 : μηχάνημα με το οποίο εκτοξεύεται άμμος, κυρίως για τον καθαρισμό μεγάλων επιφανειών.

[λόγ. αμμοβολ(ή) -εύς > -έας]

αμφορέας ο [amforéas] Ο21 : (αρχαιολ.) μεγάλο, συνήθ. πήλινο αγγείο, με σφαιρικό ή ωοειδές σώμα, οξεία συνήθ. απόληξη, χαμηλό λαιμό και δύο λαβές, στο οποίο τοποθετούσαν λάδι, κρασί, μέλι κτλ. για αποθήκευση ή μεταφορά: Παναθηναϊκός / αττικός / ρωμαϊκός ~.

[λόγ. < αρχ. ἀμφορεύς, αιτ. -έα]

αναβολέας ο [anavoléas] Ο21 : 1.σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από τη σέλα, για να πατά ο ιππέας και να ανεβαίνει στο άλογο. 2. (ανατ.) ένα από τα τέσσερα οστάρια που υπάρχουν στο μέσον ους.

[λόγ. < ελνστ. ἀναβολεύς, αιτ. -έα `ιπποκόμος που βοηθάει τον αναβάτη΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

αναστολέας ο [anastoléas] Ο21 : ό,τι αναστέλλει μία ενέργεια, λειτουργία κτλ. || (τεχνολ.): ~ της κίνησης. Ο ~ του διαφορικού. || (χημ.): ~ της αντίδρασης. || (βιοχημ.): ~ ενζύμων.

[λόγ. αναστολ(ή) -εύς > -έας μτφρδ. γαλλ. arrêt & αγγλ. stopper]

αναστροφέας ο [anastroféas] Ο21 : (τεχνολ.) εργαλείο ή μηχανισμός με τον οποίο αναστρέφεται, αλλάζει δηλαδή η φορά της κίνησης ενός κινητή ρα.

[λόγ. αναστροφ(ή) -εύς > -έας μτφρδ. γαλλ. inverseur ή αγγλ. inverter]

ανατροπέας ο [anatropéas] Ο21 : αυτός που προκαλεί ανατροπή. α. χαρακτηρισμός αυτού που καταργεί ή εξαφανίζει κτ.: ~ του πολιτεύματος / της θρησκείας. Kατηγορείται ως ~ των ηθικών και κοινωνικών αξιών. β. ονομασία μηχανημάτων με τα οποία γίνεται η ανατροπή.

[λόγ. < αρχ. ἀνατροπεύς, αιτ. -έα (στη σημ. α)]

αντεισαγγελέας ο [andisangeléas] Ο21 θηλ. αντεισαγγελέας [andisange léas] & αντιεισαγγελέας ο [andiisangeléas] Ο21 θηλ. αντιεισαγγελέας [andiisange léas] : βαθμός δικαστικού λειτουργού που αναπληρώνει ή εκτελεί τα ίδια καθήκοντα με τον εισαγγελέα· ~ Aρείου Πάγου / Εφετών / Πρωτοδικών.

[λόγ. αντ(ι)-, αντι- + εισαγγελ(εύς) -έας· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αντιγραφέας ο [andiγraféas] Ο21 : αυτός που αντιγράφει κτ. α. αυτός που δημιουργεί αντίγραφα: Οι διαφορές στα αρχαία χειρόγραφα οφείλονται συνήθως σε λάθη των αντιγραφέων. || (ειρ.) αυτός που αντιγράφει σε γραπτές εξετάσεις: Δεν είναι καλός μαθητής αλλά ικανότατος ~. β. αυτός που μιμείται κπ. ή κτ.: Δεν είναι καλλιτέχνης αλλά απλός ~.

[λόγ. < αρχ. ἀντιγραφεύς, αιτ. -έα `γραμματέας, ελεγκτής΄ σημδ. γαλλ. copiste]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες