Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο20 (αντίλαλος, αντίλαλου, αντίλαλοι)
287 εγγραφές [1 - 10]
αγάπανθος ο [aγápanθos] Ο20 : καλλωπιστικός κρίνος με άσπρα ή γαλάζια λουλούδια, ιθαγενής της N. Aφρικής.

[λόγ. < νλατ. agapanth(us) -ος < αρχ. ἀγάπ(η) + νλατ. -anthus < αρχ. ἄνθος]

αγγειόσπασμος ο [angióspazmos] Ο20 & αγγειοσπασμός ο [angiospa zmós] Ο17 : (ιατρ.) νευρική σύσπαση των αρτηριακών αγγείων: Ο καφές προκαλεί αγγειόσπασμο με αποτέλεσμα την αύξηση της αρτηριακής πίεσης.

[λόγ. αγγειο- 2 + σπασμός και μετακ. του τόνου για ένδειξη σύνθ., μτφρδ. διεθ. vasospasm (spasm < αρχ. σπασμός)]

αγκαθότοπος ο [aŋgaθótopos] Ο20 : τόπος που είναι γεμάτος αγκάθια ή που σ΄ αυτόν φυτρώνουν μόνο αγκάθια.

[αγκαθο- + -τοπος]

αγριοβούβαλος ο [aγriovúvalos] Ο20 & αγριοβούβαλο το [aγriovúvalo] Ο41 : άγριο βουβάλι.

[αγριο- + βούβαλος· αγριο- + βουβάλ(ι) -ο]

αγριόγατος ο [aγrióγatos] Ο20 : η αγριόγατα.

[μσν. αγριόκατος < αγριο- + κάτος κατά την εξέλ. κάτος > γάτος]

αγριότοπος ο [aγriótopos] Ο20 : χαρακτηρισμός περιοχής ιδίως δύσβατης ή άγονης: Πού να ζήσει άνθρωπος σ΄ αυτόν τον αγριότοπο!

[αγριο- + -τοπος]

αερόλιθος ο [aeróliθos] Ο20 : μετεωρίτης που περιέχει μόνο αμέταλλα στοιχεία: H ιερή πέτρα της Mέκκας, η Kαάμπα, πιθανότατα είναι ~.

[λόγ. < γαλλ. aérolithe < aéro- = αερο- + αρχ. λίθος]

αερόσακος ο [aerósakos] Ο20 : κατασκευή, για την ασφάλεια των επιβατών αυτοκινήτου, που μοιάζει με μπαλόνι και ενεργοποιείται σε περίπτωση σύγκρουσης.

[λόγ. αερο- + σάκος μτφρδ. αγγλ. airbag]

αθίγγανος ο [aθíŋganos] Ο20 θηλ. αθιγγανίδα [aθiŋganíδa] Ο26 : (λόγ.) ο τσιγγάνος.

[λόγ. < μσν. αθίγγανος < ατσίγγανος παρετυμ. α- 1 αρχ. θιγγάνω `αγγίζω΄ (πρβ. μσν. αθίγγανος `μέλος χριστιανικής αίρεσης΄)· λόγ. αθίγγαν(ος) -ίς > -ίδα]

Aιγόκερος ο [eγóeros] Ο20 : 1.(αστρον.) ονομασία ενός αστερισμού του νότιου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το δέκατο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 22 Δεκεμβρίου ως 19 Iανουαρίου: Γεννήθηκα στον Aιγόκερο. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον Aιγόκερο: Ο άντρας μου είναι ~. 3. Tροπικός του Aιγόκερου, ονομασία του παραλλήλου της ουράνιας σφαίρας που έχει απόκλιση -23Φ 27' από τον Iσημερινό καθώς και του παραλλήλου της γήινης σφαίρας που έχει νότιο γεωγραφικό πλάτος 23Φ 27' και αποτελεί το νότιο όριο της τροπικής ζώνης.

[λόγ. < αρχ. Aἰγόκερ(ως), μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα ουσ. σε -ος & σημδ. αγγλ. Capricorn ή γαλλ. Capricorne]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...29   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες