Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο18 (δρόμος, δρόμου, δρόμοι)
1.017 εγγραφές [1 - 10]
αβανταδόρος ο [avandaδóros] Ο18 θηλ. αβανταδόρισσα [avandaδórisa] Ο27α : 1α.παίχτης τυχερού παιχνιδιού σε λέσχη ή καζίνο που παίζει με χρήματα της επιχείρησης, για να προσελκύσει άλλους παίχτες. β. αυτός που δήθεν αγοράζει από μικροπωλητή, για να προσελκύσει πελάτες· κράχτης. 2. (προφ.) αυτός που κάνει αβάντες ή ζει από αυτές.

[αβάντ(α) -αδόρος· αβανταδόρ(ος) -ισσα]

αγγειογράφος 1 ο [angioγráfos] Ο18 : αυτός που ζωγραφίζει πάνω σε αγγεία 1: Ο ανώνυμος ~ έδωσε ιδιαίτερη χάρη και κίνηση στις παραστάσεις του αμφορέα.

[λόγ. αγγειο- 1 + -γράφος 1]

αγγειολόγος ο [angiolóγos] Ο18 θηλ. αγγειολόγος [angiolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικός στις παθήσεις των αιμοφόρων αγγείων.

[λόγ. αγγειο(λογία) 2 -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αγγειοχειρούργος ο [angioirúrγos] Ο18 θηλ. αγγειοχειρούργος [angioirúrγos] Ο35 & αγγειοχειρουργός ο [angioirurγós] Ο17 θηλ. αγγειοχειρουργός [angioirurγós] Ο34 : χειρούργος ειδικευμένος στις επεμβάσεις σε αγγεία.

[λόγ. αγγειο- 2 + χειρούργος, χειρουργός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αγγελιοφόρος ο [angeliofóros] & αγγελιαφόρος ο [angeliafóros] Ο18 : αυτός που φέρνει μηνύματα, αγγέλματα, ειδήσεις· μαντατοφόρος: Έφτα σε στο αρχηγείο ένας ~ με νεότερες διαταγές. Ο Ερμής ήταν ο ~ των θεών.

[-λια-: λόγ. < αρχ. ἀγγελιαφόρος· -λιο-: τροπή α > ο με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- κατά τα άλλα σύνθ.]

αγελαδοτρόφος ο [ajelaδotrófos] Ο18 θηλ. αγελαδοτρόφος [ajelaδotró fos] Ο35 : αυτός που ασχολείται με την αγελαδοτροφία.

[λόγ. αγελαδ- (δες αγελάδα) -ο- + -τρόφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αγιογράφος ο [ajioγráfos] Ο18 θηλ. αγιογράφος [ajioγráfos] Ο35 : ζωγράφος ιερών εικόνων και θρησκευτικών παραστάσεων.

[λόγ. αγιο- + -γράφος 1 (διαφ. το ελνστ. ἁγιόγραφος `βιβλίο της Π.Δ. γραμμένο με θεϊκή έμπνευση΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αγορανόμος ο [aγoranómos] Ο18 : 1.υπάλληλος της αγορανομίας: Εργάζεται ως ~. 2. (ιστ.) αξιωματούχος στην αρχαία Ελλάδα και στην αρχαία Ρώμη.

[λόγ.: 2: αρχ. ἀγορανόμος· 1: σημδ. γαλλ. contrἄleur de marché & αγγλ. market inspec tor]

αγρονόμος ο [aγronómos] Ο18 : 1.βαθμός στην ιεραρχία της αγροφυλακής. 2. επιστήμονας ειδικός στην αγρονομία2: ~ τοπογράφος / μηχανικός.

[λόγ.: 2: γαλλ. agronome < μσνλατ. agronomus < αρχ. ἀγρό(ς) + -νόμος· 1: κατά το αρχ. ἀγρονόμος `αξιωματούχος υπεύθυνος των αγροτικών περιοχών΄]

αδαμαντωρύχος ο [aδamandoríxos] Ο18 : εργάτης αδαμαντωρυχείου.

[λόγ. αδαμαντ- (δες αδάμας) + -ωρύχος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...102   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες