Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο17 (ουρανός, ουρανού, ουρανοί)
1.590 εγγραφές [1 - 10]
αβανγκαρντισμός ο [avaŋgardizmós] Ο17 : η τάση για πρωτοπορία: Ό,τι χαρακτηρίζει μερικούς νεότερους καλλιτέχνες είναι ένας άκρατος, υστερικός ~.

[λόγ. αβανγκάρντ -ισμός]

αβδηριτισμός ο [avδiritizmós] Ο17 : ανοησία, ηλιθιότητα.

[λόγ. αβδηρίτ(ης) -ισμός]

αγαλματοποιός ο [aγalmatopiós] Ο17 : γλύπτης που κατασκευάζει αγάλματα.

[λόγ. < αρχ. ἀγαλματοποιός]

αγαπητικός ο [aγapitikós] Ο17 θηλ. αγαπητικιά [aγapitiá] Ο24 : (παρωχ.) 1. (με γεν. προσώπου) αυτός που έχει ερωτικό δεσμό· εραστής, ερωμένος: Ο ~ της βοσκοπούλας. 2. αυτός που συντροφεύει γυναίκες για να τις εκμεταλλεύεται.

[ελνστ. ἀγαπητικός `στοργικός΄· μσν. αγαπητικ(ή) -ιά < αγαπητικ(ός) -ή]

αγγλικανισμός ο [aŋglikanizmós] Ο17 : το δόγμα της αγγλικανικής εκκλησίας.

[λόγ. < αγγλ. Anglicanism (-ism = -ισμός)]

αγγλισμός ο [aŋglizmós] Ο17 : ιδιωτισμός της αγγλικής γλώσσας ή σύνταξη που θυμίζει το αγγλικό συντακτικό.

[λόγ. Άγγλ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. anglicisme]

αγγονός ο [aŋgonós] Ο17 θηλ. αγγονή [aŋgoní] Ο29 : (λαϊκότρ.) εγγονός.

[< εγγονός με τροπή [e > a] κατά το αγγόνι]

αγιασμός ο [ajazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αγιάζω. 1. η λειτουργία κατά την οποία ο ιερέας αγιάζει το νερό που μ΄ αυτό θα ραντίσει και θα ευλογήσει τους πιστούς, ένα κτίριο, όχημα, πλοίο κτλ.: Φέραμε έναν παπά να κάνει αγιασμό στο καινούριο σπίτι / μαγαζί. Σήμερα έγινε ~ στο σχολείο για την έναρξη της καινούριας χρονιάς. ~ των υδάτων. 2. αγιασμένο νερό· αγίασμα: Πήρα αγιασμό από την εκκλησία και σου έφερα να πιεις.

[ελνστ. ἁγιασμός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

αγνωστικισμός ο [aγnostikizmós] Ο17 : (φιλοσ.) θεωρία η οποία αρνείται τη δυνατότητα της γνώσης σχετικά με την ύπαρξη ή τη φύση οποιασ δήποτε έσχατης πραγματικότητας και ιδίως του Θεού: Θρησκευτικός / κοσμικός ~.

[λόγ. < αγγλ. agnosticism < agnostic = αγνωστικ(ιστής) -ism = -ισμός]

αγρός ο [aγrós] Ο17 : το χωράφι: Πωλείται ~ πέντε στρεμμάτων. (λόγ.) ΦΡ αγρόν ηγόρασε, αδιαφόρησε. || (πληθ.) η περιοχή όπου βρίσκονται τα χωράφια.

[λόγ. < αρχ. ἀγρός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...159   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες