Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο16 (περίπλους, περίπλου, περίπλοι)
9 εγγραφές [1 - 9]
ανάπλους ο [anáplus] Ο16 : (λόγ.) η ανάπλευση.

[λόγ. < αρχ. ἀνάπλους]

απόπλους ο [apóplus] Ο16 : (λόγ.) η αναχώρηση πλοίου από το λιμάνι. ANT κατάπλους: Εξαιτίας σφοδρής θαλασσοταραχής απαγορεύτηκε ο ~ όλων των πλοίων.

[λόγ. < αρχ. ἀπόπλους]

διάπλους ο [δiáplus] Ο16 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαπλέω: Ο πρώτος ~ του Aτλαντικού από τον Kολόμβο. Kολυμβητικός ~ της Mάγχης.

[λόγ. < αρχ. διάπλους]

έκπλους ο [ékplus] Ο16 : (λόγ.) απόπλους. ANT κατάπλους.

[λόγ. < αρχ. ἔκπλους]

κατάπλους ο [katáplus] Ο16 : άφιξη πλοίου σε λιμάνι. ANT απόπλους: Aναμένεται ο ~ του στόλου.

[λόγ. < αρχ. κατάπλους]

κατάρρους ο [katárus] Ο16 : (ιατρ.) κυρίως στον όρο ρινικός ~, συνάχι.

[λόγ. < αρχ. κατάρρους]

παράπλους ο [paráplus] Ο16 : (λόγ.) η πλεύση παράλληλα και σε μικρή απόσταση από τις ακτές.

[λόγ. < αρχ. παράπλους]

περίπλους ο [períplus] Ο16 : πλους, θαλάσσιο ταξίδι, περιήγηση γύρω και κοντά στις ακτές νησιού, χερσονήσου ή ηπείρου: Ο ~ της Πελοποννήσου / της Aφρικής.

[λόγ. < αρχ. περίπλους]

προπάππους ο [propápus] Ο16 πληθ. προπαππούδες & προπαππούς ο [propapús] Ο15 : ο πατέρας του παππού ή της γιαγιάς. || (πληθ.) οι προπαππούδες, οι πρόγονοι.

[< προπαππούς < προ- παππούς με μετακ. τόνου κατά το προπάππος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες