Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γρεγολεβάντες ο [γreγolevándes] Ο14 : (ναυτ.) ο άνεμος που πνέει από ανατολικά έως βορειοανατολικά.
[βεν. gregolevante -ς]
- κόντες ο [kóntes] Ο14 θηλ. κοντέσα [kontésa] Ο25 : τίτλος ευγενείας στα Επτάνησα· κόμης.
[ιταλ. conte -ς (πρβ. μσν. κόντης < γαλλ. cont(e) -ης)· μσν. κοντέσα < ιταλ. contessa]
- λεβάντες ο [levándes] Ο14 : (ναυτ.) ανατολικός άνεμος· απηλιώτης.
[ιταλ. levante -ς]
- πουνέντες ο [punéndes] & πονέντες ο [ponéndes] Ο14 & πουνέντης ο [pu néndis] Ο11 : (ναυτ.) ο δυτικός άνεμος, ο ζέφυρος.
[ιταλ. ponente -ς & τρο πή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [n] · μεταπλ. πουνέντ(ες) -ης]
- σιροκολεβάντες ο [sirokolevándes] Ο14 : (ναυτ.) άνεμος που πνέει από ανατολικά προς νοτιοανατολικά.
[σιρόκ(ος) -ο- + λεβάντες]
- σοροκολεβάντες ο [sorokolevándes] Ο14 : (ναυτ.) σιροκολεβάντες.
[σορόκ(ος) -ο- + λεβάντες]
- τάδες [táδes] αντων. αόρ. (βλ. Ο14, χωρίς πληθ.) : (λαϊκότρ.) τάδε.
[< τάδε με προσθήκη του χαρακτηριστικού του αρσ. -ς]