Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο12 (φούρναρης, φούρναρη, φουρνάρηδες)
6 εγγραφές [1 - 6]
κοτζάμπασης ο [kodzábasis] Ο12 : αιρετός τοπικός άρχοντας στις αυτοδιοικούμενες χριστιανικές κοινότητες κατά την Tουρκοκρατία· δημογέροντας.

[τουρκ. kocabaşι `πρόεδρος κοινότητας΄ ]

μάστορης ο [mástoris] Ο12 : ο μάστορας, ιδίως στη ΦΡ βρίσκω το μάστορή μου / το μάστορά μου, υποκύπτω σε κπ. ή χάνω από κπ. ανώτερο από μένα.

[μσν. μάστορης < μάστορ(ας) μεταπλ. -ης]

πρωτομάστορης ο [protomástoris] Ο12 : (λαϊκότρ.) ο πρωτομάστορας1.

[< πρωτομάστορας μεταπλ. κατά το μάστορας > μάστορης]

σούμπασης ο [súbasis] Ο12 : στην Οθωμανική αυτοκρατορία, τοπικός άρχοντας με διοικητικές, αστυνομικές κτλ. αρμοδιότητες.

[τουρκ. subaşι ]

τέντζερης ο [téndzeris] Ο12 (χωρίς πληθ.) & τεντζερές ο [tendzerés] Ο13 πληθ. και τεντζερέδια : (παρωχ.) κατσαρόλα συνήθ. χάλκινη: Bάζω τον τέντζερη στη φωτιά. || (επέκτ., πληθ.) όλα τα σκεύη της κουζίνας. ΠAΡ Kύλησε ο ~ και βρήκε το καπάκι, για δύο ανθρώπους με τις ίδιες συνήθ. αρνητικές ιδιότητες και συνήθειες οι οποίοι ταιριάζουν και γίνονται φίλοι ή παντρεύονται.

[τουρκ. tencer(e) μεταπλ. -ης· τουρκ. tencere ]

φούρναρης ο [fúrnaris] Ο12 & φουρνάρης ο [furnáris] Ο11 θηλ. φουρνά ρισσα [furnárisa] Ο27 : ο ιδιοκτήτης φούρνου, ο αρτοποιός· ψωμάς. || (θηλ.) η ιδιοκτήτρια φούρνου ή η γυναίκα του αρτοποιού.

[μσν. φουρνάρης < υστλατ. furnar(ius) -ης και μετακ. του τόνου(;)· φούρναρ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες