Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο11 (μανάβης, μανάβη, μανάβηδες)
287 εγγραφές [1 - 10]
αγελαδάρης ο [ajelaδáris] Ο11 θηλ. αγελαδάρισσα [ajelaδárisa] Ο27 & γελαδάρης ο [jelaδáris] Ο11 θηλ. γελαδάρισσα [jelaδárisa] Ο27 : βοσκός αγελάδων.

[αγελάδ(α) -άρης· αγελαδάρ(ης) -ισσα· γελάδ(α) -άρης· γελα δάρ(ης) -ισσα]

αερογάμης ο [aeroγámis] Ο11 : 1.(λαϊκ.) αυτός που καυχιέται για ανύπαρκτες ερωτικές επιτυχίες. 2. (λαϊκότρ.) το γεράκι.

[αερο- + γαμ(ώ) -ης]

αετονύχης ο [aetoníxis] & αϊτονύχης ο [(ai)toníxis] Ο11 θηλ. αετονύχισσα [aetoníxisa] & αϊτονύχισσα [(ai)toníxisa] Ο27α : για άνθρωπο εξαιρετικά επιτήδειο στην εξαπάτηση άλλων και στην απόσπαση ιδίου οφέλους, συνήθ. χρηματικού: Aδίσταχτοι αετονύχηδες που εξανεμίζουν το δημόσιο χρήμα. || (ως επίθ.): Kάποιος ~ πορτοφολάς τού έκλεψε το πορτοφόλι.

[αετονύχ(ι)1, αϊτονύχ(ι)1 -ης· αετονύχ(ης), αϊτονύχ(ης) -ισσα]

ακαμάτης ο [akamátis] Ο11 θηλ. ακαμάτισσα [akamátisa] Ο27α & (λαϊκότρ.) ακαμάτρα [akamátra] Ο25α : (παρωχ.) τεμπέλης: Ο ~ δεν καταφέρνει να προκόψει στη ζωή. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος. ΠAΡ Kάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, για γυναίκα που καλοπαντρεύεται, παρ΄ όλα τα ελαττώματά της. Mε το νου πλουταίνει* η κόρη με τον ύπνο η ακαμάτρα.

[μσν. ακαμάτης < α- 1 κάματ(ος) -ης· ακαμάτ(ης) -ισσα· ακαμά(της) -τρα]

αλάνης ο [alánis] Ο11 θηλ. αλάνισσα [alánisa] Ο27 : (προφ.) α. άνθρωπος που γυρίζει άσκοπα στους δρόμους, κάνοντας μια ζωή ακατάστατη και αμέριμνη και που η εμφάνισή του και η συμπεριφορά του δεν είναι μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής ευπρέπειας· αλανιάρης, μάγκας, μόρτης, παιδί του δρόμου, χαμίνι, αλάνι: Οι φωνές των μικρών αλάνηδων αναστάτωναν τη γειτονιά. Ένα άθλιο καφενείο που μάζευε άνεργους, μεροκαματιάρηδες, αργόσχολους κι αλάνηδες. β. άνθρωπος του υπόκοσμου· αλήτης: Έμπλεξε με τους αλάνηδες του λιμανιού. Στην πλατεία σουλάτσερναν οι αλάνηδες της αγοράς με τα χέρια στις τσέπες και το σβησμένο τσιγάρο στο στόμα, πρόθυμοι για κάθε είδους εξυπηρέτηση, ύποπτη ή όχι, και έτοιμοι να αρπαχτούν στα χέρια ή να πειράξουν τους ανύποπτους διαβάτες.

[αλάν(ι) `ανοιχτός χώρος΄ -ης· αλάν(ης) -ισσα]

αλανιάρης ο [alanáris] Ο11 θηλ. αλανιάρα [alanára] Ο25α & αλανιάρισσα [alanárisa] Ο27α : αλάνης: Δε θέλουμε αλανιάρηδες στη γειτονιά μας. Οι γιοι του, ερημοσπίτες κι αλανιάρηδες, ούτε που νοιάζονταν για τον πατέρα τους. || (ως επίθ.): Aλανιάρα γυναίκα.

[αλάν(ι) -ιάρης· αλανιάρ(ης) -α, -ισσα]

αλμπάνης ο [albánis] Ο11 θηλ. αλμπάνισσα [albánisa] Ο27α : 1.(παρωχ.) πεταλωτής. 2. (μτφ., οικ.) άπειρος και αδέξιος: Aυτός ο κουρέας / ο γιατρός είναι ~.

[τουρκ. nalbant (από τα περσ.) -ης με αποβ. του αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-nal > tonal > to-nal] και με ανομ. αποβ. [mb-nd > mb-n] · αλμπάν(ης) -ισσα]

αλογάρης ο [aloγáris] Ο11 : (λογοτ.) ο αλογάς.

[άλογ(ο) -άρης]

αλογατάρης ο [aloγatáris] Ο11 : (λογοτ.) ο αλογάς.

[αλόγατ(ο) -άρης]

αλογομούρης ο [aloγomúris] Ο11 θηλ. αλογομούρα [aloγomúra] Ο25α : (προφ., μειωτ.) αυτός που το πρόσωπό του μοιάζει με του αλόγου: Άντε βρε αλογομούρη!

[αλογο- + μούρ(η) -ης· αλογομούρ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...29   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες