Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
778 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβδηρίτης ο [avδirítis] Ο10 θηλ. αβδηρίτισσα [avδirítisa] Ο27 : αυτός που είναι ανόητος, μικρόμυαλος, ηλίθιος.
[λόγ. < αρχ. Ἀβδηρίτης (αρχική σημ.: `κάτοικος της πόλης Ἄβδηρα στη Θράκη΄)· λόγ. αβδηρίτ(ης) -ισσα]
- αγγειοπλάστης ο [angioplástis] Ο10 : τεχνίτης που κατασκευάζει πήλινα αγγεία.
[λόγ. αγγειο- 1 + πλάστης κατά το ελνστ. χαλκοπλάστης `επεξεργαστής χαλκού΄]
- αγιογδύτης ο [ajoγδítis & ajioγδítis] Ο10 θηλ. αγιογδύτισσα [ajoγδítisa & ajioγδítisa] Ο27 : 1.άρπαγας, κλέφτης, που μπορεί να κλέψει και ιερά αντικείμενα από εκκλησίες· ιερόσυλος. 2. ως υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου που χρησιμοποιεί αδίστακτα κάθε μέσο για να αποσπάσει χρήματα, αισχροκερδής, στυγνός εκμεταλλευτής: Έπεσαν σε έναν αγιογδύτη δικηγόρο, που τους εξαπατούσε και τους έτρωγε τα λεφτά.
[αγιο- + γδύ(νω) -της· αγιογδύτ(ης) -ισσα]
- Aγιορείτης ο [ajorítis] & Aγιονορείτης ο [ajonorítis] Ο10 : μοναχός μονής του Aγίου Όρους· Aθωνίτης: ~ μοναχός.
[μσν. Aγιορείτης, Aγιονορείτης < Άγι(ο) όρ(ος), Άγιον όρ(ος) -ίτης (ορθογρ. κατά το ορεινός)]
- Aγιοταφίτης ο [ajotafítis] Ο10 : μέλος της μοναστικής αδελφότητας του Πανάγιου Tάφου.
[άγι(ος) -ο- Τάφ(ος) -ίτης]
- αγρολήπτης ο [aγrolíptis] Ο10 θηλ. αγρολήπτρια [aγrolíptria] Ο27 : (νομ.) αυτός που χρησιμοποιεί ξένο αγρό ύστερα από σχετική συμφωνία με τον ιδιοκτήτη.
[λόγ. αγρο- + -λήπτης· λόγ. αγρολήπ(της) -τρια]
- αγρότης ο [aγrótis] Ο10 θηλ. αγρότισσα [aγrótisa] Ο27 : ο γεωργός και με επέκταση αυτός που ζει στην ύπαιθρο και ασχολείται επαγγελματικά με την πρωτογενή παραγωγή (γεωργία, κτηνοτροφία, κτλ.): Γύρισε πίσω στο χωριό του κι από εργάτης έγινε ~. H Ελληνίδα αγρότισσα.
[λόγ. < αρχ. ἀγρότης· λόγ. αγρότ(ης) -ισσα]
- αγύρτης ο [ajírtis] Ο10 θηλ. αγύρτισσα [ajírtisa] Ο27 : υβριστικός χαρακτηρισμός εκείνου που εξαπατά τους ανθρώπους με επίδειξη γνώσεων, ικανοτήτων, προσόντων κτλ., τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχει· (πρβ. απατεώνας, τσαρλατάνος): Ένας ~ και ψεύτης που παριστάνει το μεσσία.
[λόγ. < αρχ. ἀγύρτης· λόγ. αγύρτ(ης) -ισσα]