Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο1 (ψωμάς, ψωμά, ψωμάδες)
259 εγγραφές [1 - 10]
αβάς ο [avás] Ο1 : 1.τίτλος ηγούμενου ή ιερέα στην καθολική εκκλησία. 2. (ιστ.) ονομασία ασκητή στη Συρία, Παλαιστίνη, Aίγυπτο, τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. || τίτλος (επισκόπου) στη συριακή και κοπτική εκκλησία.

[1: ελνστ. ἀββᾶς < αραμ. abbā `πατέρας΄ (ορθογρ. απλοπ.)· 2: λόγ. < ελνστ. ἀββᾶς]

αγάς ο [aγás] Ο1 : (ιστ.) τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού αξιωματούχου της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας. (έκφρ.) σαν ~, δεσποτικά ή πλουσιοπάροχα: Φέρεται / ζει σαν ~. ΦΡ σφάξε με, αγά μου, ν΄ αγιάσω*.

[μσν. αγάς < τουρκ. ağa ]

αλατζάς ο [aladzás] Ο1 : βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας: Φουστάνι από αλατζά.

[τουρκ. alaca ]

αλευράς ο [alevrás] Ο1 : αυτός που πουλάει αλεύρι.

[αλεύρ(ι) -άς]

αλογάς ο [aloγás] Ο1 : (προφ.) αυτός που ασχολείται με άλογα.

[άλογ(ο) -άς]

αλπακάς 1 ο [alpakás] Ο1 : είδος υφάσματος: Φόρεμα από αλπακά.

[ισπαν. alpaca ή μέσω του γαλλ. alpaga (από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής)]

αλπακάς 2 ο : κράμα από χαλκό, κασσίτερο και νικέλιο: Σερβίτσιο / μαχαιροπίρουνα από αλπακά.

[λόγ. < γερμ. Alpaka (σήμα κατατ.) με μετακ. τόνου ίσως κατά το αλπακάς 1]

αλφάς ο [alfás] Ο1 : (στρατ., προφ.) αυτός που φοιτά σε στρατιωτική σχο λή και βρίσκεται στο πρώτο έτος σπουδών. || (επέκτ.) υποψήφιος δόκιμος που διανύει το πρώτο δίμηνο της εκπαίδευσής του: Οι βητάδες δεν άφηναν τους αλφάδες να πάνε στο καψιμί.

[άλφ(α) -άς]

αμαξάς ο [amaksás] Ο1 : επαγγελματίας οδηγός άμαξας· καροτσέρης: Tράβα, αμαξά μου, να χαρείς, όσο πιο γρήγορα μπορείς.

[μσν. αμαξάς < άμαξ(α), αμάξ(ι) -άς]

αμιράς ο [amirás] Ο1 : ηγεμόνας ή ανώτατος στρατιωτικός σε αραβική χώρα κατά το Mεσαίωνα.

[μσν. αμιράς < αραβ. amīr -άς]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...26   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες