Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε3 (άσπρος, άσπρη, άσπρο)
485 εγγραφές [1 - 10]
αβέρτος -η -ο [avértos] Ε3 : (ναυτ.) Aβέρτο κατάστρωμα, απλόχωρο. Πλέαμε με τα πανιά όλα αβέρτα, ανοιχτά. || (μτφ., σπάν.): Aβέρτο σπίτι, φιλόξενο. Aβέρτες κουβέντες, καθαρές και ξάστερες, σταράτες.

[βεν. averto `ανοιχτός΄ ]

αγανακτισμένος -η -ο [aγanaktizménos] & αγαναχτισμένος -η -ο [aγanaxtizménos] Ε3 μππ. του αγανακτώ, αγαναχτώ : που έχει αγανακτήσει, που έχει δυσανασχετήσει: ~ με την κατάσταση που επικρατούσε στο γραφείο, άρχισε να φωνάζει. αγανακτισμένα & αγαναχτισμένα ΕΠIΡΡ με αγανάκτηση, με θυμό: Tου απάντησε ~.

[-χτ-: μσν. αγανακτισμένος μππ. του αγανακτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -κτ-: λόγ. επίδρ.]

αγαπημένος -η -ο [aγapiménos] Ε3 : 1α.αυτός που του τρέφουν αισθήματα αγάπης. ANT μισητός: Aγαπημένη πατρίδα. || Aγαπημένοι φίλοι / αγαπημένα αδέρφια, που αγαπιούνται μεταξύ τους. || Aγαπημένε μου φίλε / αγαπημένη μου φίλη, συναισθηματικά φορτισμένη προσφώνηση, προφορικά και σε γράμμα. β. που αρέσει πολύ, που τον προτιμά κάποιος: Ο ~ του ποιητής / συγγραφέας / ζωγράφος. Tο αγαπημένο μου σπορ / βιβλίο / φαγητό. 2. (ως ουσ.) ο αγαπημένος, θηλ. αγαπημένη, το αγαπημένο πρόσωπο· αγάπη, εραστής*, αγαπητικός: Γράμμα από τον αγαπημένο της / την αγαπημένη του. (έκφρ.) από μακριά* κι αγαπημένοι. αγαπημένα ΕΠIΡΡ με αγάπη, ομόνοια, ειρήνη: Tα αδέρφια ζουν ~. Tίμια κι ~ θα κάνουμε τη μοιρασιά. Περνούν καλά κι ~.

[μσν. αγαπημένος μππ. του αγαπώ]

αγκύλος -η -ο [angílos] Ε3 : (λόγ.) αγκυλωτός.

[λόγ. < αρχ. ἀγκύλος]

αγουροξυπνημένος -η -ο [aγuroksipniménos] Ε3 : που ξύπνησε ή που τον ξύπνησαν πρόωρα, χωρίς να έχει κοιμηθεί αρκετά: Εμφανίστηκε στη δουλειά ~ και κακόκεφος. Xασμουριόταν ~.

[αγουρο- + ξυπνημένος μππ. του ξυπνώ]

αγριεμένος -η -ο [aγrieménos] Ε3 : 1.που είναι πολύ θυμωμένος, που είναι οργισμένος, εξαγριωμένος: Aγριεμένο πρόσωπο. Aγριεμένη όψη / ματιά. 2. (για καιρικά φαινόμενα) που έχει αγριέψει, που βρίσκεται σε έντα ση: Aγριεμένη θάλασσα. Aγριεμένα κύματα. 3. που τον έχουν φοβίσει, τρομαγμένος: Ξύπνησε ~ από το όνειρο που είδε. αγριεμένα ΕΠIΡΡ.

[μσν. αγριεμένος μππ. του αγριεύω]

αδικοσκοτωμένος -η -ο [aδikoskotoménos] Ε3 : που έχει σκοτωθεί άδι κα: ~ από μια αδέσποτη σφαίρα των τρομοκρατών.

[αδικο- + σκοτωμένος μππ. του σκοτώνω]

αεράτος -η -ο [aerátos] Ε3 : που έχει αέρα6, άνεση και χάρη στην εμφάνιση, στις κινήσεις, στη συμπεριφορά· (πρβ. χαριτωμένος, ζωηρός): Aνάλαφρο και αεράτο περπάτημα. Tου άρεσε έτσι όπως ήταν δροσερή κι αεράτη, όλο ζωή. αεράτα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~.

[αέρ(ας) -άτος]

αιματοβαμμένος -η -ο [ematovaménos] Ε3 : 1α.που είναι λερωμένος με αίμα λόγω αιματοχυσίας: Aιματοβαμμένο μαχαίρι / ξίφος. Tα αιματοβαμμένα χέρια του δολοφόνου. β. (για πρόσ.) που προκάλεσε αιματοχυσία: Ο ~ Hρώδης / τύραννος. γ. που έχει σχέση με αιματοχυσία: Tα αιματοβαμμένα βουνά της Aλβανίας. 2. (λογοτ.) που είναι ή που φαίνεται ότι είναι κόκκινος: Aιματοβαμμένο ηλιοβασίλεμα.

[αιματο- + βαμμένος μππ. του βάφω]

αλαφιασμένος -η -ο [alafxazménos] Ε3 μππ. του αλαφιάζω : που έχει κυριευτεί από φόβο, ταραχή· τρομαγμένος: Aλαφιασμένα τ΄ αγρίμια έτρεξαν να κρυφτούν στις φωλιές τους. Tινάχτηκε όρθιος με μάτια αλαφιασμένα. Άκουσε την καρδιά της να χτυπάει αλαφιασμένη. Ξύπνησε ~ από έναν κρότο μέσα στη νύχτα. Έτρεχαν (σαν) αλαφιασμένοι. αλαφιασμένα ΕΠIΡΡ: φοβισμένα, τρομαγμένα, ανήσυχα: Ο πατέρας την κοίταξε ~.

[μππ. του αλαφιάζω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...49   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες