Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε16 (ανενεργός, ανενεργός/ανενεργή, ανενεργό)
24 εγγραφές [1 - 10]
ανενεργός -ός / -ή -ό [anenerγós] Ε16 : που δεν επιφέρει αποτέλεσμα: Aνενεργό φάρμακο. || (οικον.) ζήτηση ~. ANT ενεργός.

[λόγ. < ελνστ. ἀνενεργ(ής) μεταπλ. -ός για προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επίθ. -ός]

βαμβακοπαραγωγός -ός -ό [vamvakoparaγoγós] Ε16 : που παράγει βαμβάκι: H Ελλάδα είναι ~ χώρα. || (ως ουσ.) ο βαμβακοπαραγωγός, αγρότης που ασχολείται με την καλλιέργεια και την παραγωγή βαμβακιού: Οι βαμβακοπαραγωγοί διαμαρτύρονται για τις χαμηλές τιμές του βαμβακιού.

[λόγ. βαμβακο- + -παραγωγός]

γαλακτοπαραγωγός -ός -ό [γalaktoparaγoγós] Ε16 : που παράγει γάλα: Γαλακτοπαραγωγά ζώα. || (ως ουσ.) ο γαλακτοπαραγωγός, αυτός που ασχολείται με την παραγωγή γάλακτος: Οι γαλακτοπαραγωγοί διαμαρτύρονται για την τιμή του γάλακτος.

[λόγ. γαλακτο- + παραγωγός]

γενεσιουργός -ός / -ή -ό [jenesiurγós] Ε16 : που προκαλεί τη γένεση, τη δημιουργία ενός φαινομένου: Πρέπει να εξετάσουμε τα γενεσιουργά αίτια μιας τέτοιας συμπεριφοράς. H ~ αιτία αυτής της τραγικής αντίφασης…

[λόγ. < ελνστ. γενεσιουργός]

δυσηλεκτραγωγός -ός / -ή -ό [δisilektraγoγós] Ε16 : (φυσ.) για σώμα που είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού: Tο ξύλο είναι σώμα δυσηλεκτραγωγό.

[λόγ. δυσ- ηλεκτραγωγός]

δυσηχαγωγός -ός / -ή -ό [δisixaγoγós] Ε16 : (φυσ.) για ηχομονωτικό σώμα.

[λόγ. δυσ- ηχαγωγός]

δυσθερμαγωγός -ός / -ή -ό [δisθermaγoγós] Ε16 : (φυσ.) για σώμα που είναι κακός αγωγός της θερμότητας.

[λόγ. δυσ- θερμαγωγός]

ειδοποιός -ός -ό [iδopiós] Ε16 : (λογ.) που χαρακτηρίζει ένα είδος, που το κάνει να διακρίνεται από άλλα είδη του ίδιου γένους: ~ διαφορά. Ειδοποιό γνώρισμα.

[λόγ. < αρχ. εἰδοποιός `που συνιστά είδος΄]

ελαιοπαραγωγός -ός -ό [eleoparaγoγós] Ε16 : που παράγει ελιές και λάδι: ~ επαρχία / περιοχή. || (ως ουσ.) ο ελαιοπαραγωγός, κτηματίας που ασχολείται με την καλλιέργεια ελαιόδεντρων και την παραγωγή ελαιοκάρπου και ελαιολάδου: Συνεταιρισμός ελαιοπαραγωγών. Οι ελαιοπαραγωγοί διαμαρτύρονται για τις νέες τιμές του ελαιολάδου.

[λόγ. ελαιο- 1 + παραγωγός]

ενεργός -ός / -ή -ό [enerγós] Ε16 : 1.(για πρόσ.) που ενεργεί, δρα, για να πετύχει αποτέλεσμα και δεν έχει παθητική στάση ή συμπεριφορά. ANT ανενεργός: Tα ενεργά μέλη ενός συλλόγου· (πρβ. δραστήριος). Ενεργοί πολίτες. ANT παθητικός: Ο οικονομικά ~ πληθυσμός, εργαζόμενοι, επαγγελματίες κτλ. 2. που γίνεται με τρόπο ενεργητικό, δραστήριο: H ~ συμμετοχή των πολιτών στη διαχείριση των κοινών. ANT παθητική. Πήρε ενεργό μέρος σε όλους τους αγώνες. || Aποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία / πολιτική. 3. (γεωλ.) Ενεργό ηφαίστειο, αυτό στο οποίο έχει σημειωθεί τουλάχιστο μία έκρηξη κατά τους ιστορικούς χρόνους. ANT σβησμένο. ενεργά & (λόγ.) ενεργώς ΕΠIΡΡ ενεργητικά. ANT παθητικά: Συμμετείχε ~ στη συζήτηση.

[λόγ. < αρχ. ἐνεργός, ἐνεργῶς]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες