Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε15 (ευκλείδειος, ευκλείδειος/ευκλείδεια, ευκλείδειο)
18 εγγραφές [1 - 10]
αχίλλειος -ος / -α -ο [axílios] Ε15 : κυρίως στην έκφραση ~ πτέρνα, το τρωτό, το ευαίσθητο σημείο κάποιου.

[λόγ. < αρχ. Ἀχίλλειος `του Aχιλλέα΄, η έκφρ. μτφρδ. γερμ. Achillesferse ή γαλλ. talon d΄Achille]

δαμόκλειος -ος / -α -ο [δamóklios] Ε15 : μόνο στη ΦΡ ~ σπάθη, για επαπειλούμενη τιμωρία ή επαπειλούμενο κίνδυνο.

[λόγ. < αρχ. όν. Δαμο κλ(ῆς) -ειος]

διαγώνιος -α / -ος -ο [δiaγónios] Ε15 : 1. (μαθημ., για ευθεία) που ενώνει δύο μη διαδοχικές γωνίες (κορυφές) ενός πολυγώνου: Διαγώνιες ευθείες. || (ως ουσ.) η διαγώνιος, η ευθεία που ενώνει δύο μη διαδοχικές γωνίες (κορυφές) ενός πολυγώνου: ~ τετραγώνου / εξαγώνου / εξαπλεύρου. 2. πλάγιος, λοξός: ~ δρόμος. Διαγώνια σχήματα. διαγωνίως & διαγώνια ΕΠIΡΡ: Διέσχισε το δρόμο ~. Διαβάζω* ~.

[λόγ. < ελνστ. διαγώνιος, διαγωνίως]

δουγλάσειος -ος / -α -ο [δuγlásios] Ε15 : (ανατ.) ~ χώρος, πτυχή του περιτοναίου.

[λόγ. < αγγλ. ανθρωπων. Douglas (Σκοτσέζος γιατρός) -ειος (ορθογρ. δαν.)]

έγγειος -α / -ος -ο [éngios] Ε15 : (λόγ.) που αναφέρεται στη γη (στο έδαφος): ~ ιδιοκτησία / πρόσοδος. Έγγειες βελτιώσεις, κάθε είδους επεμβάσεις στη φυσική διαμόρφωση του εδάφους, με τις οποίες επιδιώκεται η παραγωγικότερη εκμετάλλευσή του (π.χ. άρδευση, αποξήρανση ελών κτλ.)· (πρβ. εγγειοβελτιωτικά έργα): Οργανισμός Εγγείων Bελτιώσεων. Έγγειοι φόροι, που επιβάλλονται σε κπ. για τα έσοδα που αποκομίζει από την καλλιέργεια της γης.

[λόγ. < αρχ. ἔγγειος `της γης, κτηματική περιουσία΄ & σημδ. γαλλ. foncier]

εγκύκλιος -ος / -α -ο [engíklios] Ε15 : (λόγ.) που έχει σχέση με τη γενική μόρφωση: ~ παιδεία. Εγκύκλιες σπουδές, που έχουν για αντικείμενό τους το σύνολο (ή τον κύκλο) των γνώσεων που πρέπει να κατέχει κάποιος για να μπορέσει να ασχοληθεί με έναν ειδικότερο γνωστικό τομέα· (πρβ. γενική παιδεία, βασική εκπαίδευση, βασικές σπουδές).

[λόγ. < ελνστ. ἐγκύκλιος (παιδεία), αρχ. σημ.: `στρογγυλός΄]

έγκυος -ος / -α -ο [éngios] Ε15 : α.(θηλ.) για γυναίκα που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης· (πρβ. γγαστρωμένη, εγκυμονού σα): Είναι ~, είναι σε ενδιαφέρουσα. Είναι έξι μηνών ~. Έμεινε ~. Tην άφησε / την κατέστησε έγκυο. || (συνήθ. ως ουσ.) η έγκυος: Εγκατάλειψη εγκύου. β. (και στα τρία γραμματικά γένη) για ζώο θηλυκού φυσικού γένους που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης.

[λόγ. < αρχ. ἔγκυος]

εθνοσωτήριος -α / -ος -ο [eθnosotírios] Ε15 : που είναι σωτήριος για το έθνος: Εθνοσωτήρια απόφαση / πολιτική. Εθνοσωτήρια μέτρα. || (συνήθ. ειρ.): H ~ κυβέρνηση.

[λόγ. εθνοσωτηρ- (δες εθνοσωτήρας) -ιος]

ενδομήτριος -ος / -α -ο [enδomítrios] Ε15 : (ιατρ.) που γίνεται ή αναπτύσσεται στο εσωτερικό της μήτρας. ANT εξωμήτριος: ~ κύηση. Ενδομήτρια ζωή. || (ως ουσ.) το ενδομήτριο, ο βλεννογόνος χιτώνας που καλύπτει την κοιλότητα της μήτρας.

[λόγ. ενδο- + μήτρ(α) -ιος μτφρδ. γαλλ. intra-utérin & νλατ. (ουσ.) endometrium < endo- = ενδο- + αρχ. μήτρ(α) -ium = -ιον]

εξωμήτριος -α / -ος -ο [eksomítrios] Ε15 : (ιατρ.) που γίνεται έξω από τη μήτρα: Εξωμήτρια κύηση, ανώμαλη κύηση κατά την οποία το γονιμοποιημένο ωάριο αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα. || (ως ουσ.) το εξωμήτριο, έμβρυο που αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα.

[λόγ. εξω- + μήτρ(α) -ιος μτφρδ. γαλλ. extra-utérin]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες