Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε13 (φθοροποιός, φθοροποιός/φθοροποιά, φθοροποιό)
10 εγγραφές [1 - 10]
αγαθοποιός -ός / -ά -ό [aγaθopiós] Ε13 : (λόγ.) που έχει αγαθό, ευεργετικό αποτέλεσμα: Aγαθοποιές δυνάμεις. Aγαθοποιές επιδράσεις.

[λόγ. < ελνστ. ἀγαθοποιός]

γονιμοποιός -ός -ό [γonimopiós] Ε13 : (λόγ.) (συνήθ. με αφηρημένα ουσιαστικά και σε μεταφορική χρήση) που γονιμοποιεί: ~ δύναμη / επίδραση.

[λόγ. γονιμο(ποιώ) -ποιός]

ειρηνοποιός -ός -ό [irinopiós] Ε13 : που αποκαθιστά την ειρήνη, που διαλύει διχόνοιες και έχθρες. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. εἰρηνοποιός]

ζωοποιός -ός / -ά -ό [zoopiós] Ε13 : (εκκλ.) που δημιουργεί, που παρέχει ζωή· (πρβ. ζωοδότης, ζωοδόχος): Tο ζωοποιό Άγιο Πνεύμα.

[λόγ. < ελνστ. ζωοποιός (< αρχ. ζωός `ζωντανός΄, ζωή)]

θορυβοποιός -ός / -ά -ό [θorivopiós] Ε13 : 1. που δημιουργεί: α. θόρυβο. β. θόρυβο· ταραχοποιός*: Θορυβοποιά στοιχεία αναστάτωσαν τη συνεδρίαση. 2. (ως ουσ.) ο θορυβοποιός: α. Ο ~ της τάξης πήρε αποβολή. β. Ο γνωστός ~ της Bουλής.

[λόγ. < ελνστ. θορυβοποιός]

ιδρωτοποιός -ός -ό [iδrotopiós] Ε13 : (ανατ.) ιδρωτοποιοί αδένες, αδένες του δέρματος που εκκρίνουν ιδρώτα.

[λόγ. < ελνστ. ἱδρωτοποιός `που προκαλεί ιδρώτα΄ σημδ. γαλλ. sudorifère]

κακοποιός -ά / -ός -ό [kakopiós] Ε13 : 1. (για πρόσ.) που προκαλεί το κακό, που εξυπηρετεί ιδιοτελείς σκοπούς με παράνομη δραστηριότητα: Kακοποιά στοιχεία διαπράττουν κλοπές, ληστείες και φόνους. || (ως ουσ.) ο κακοποιός, άνθρωπος που κάνει εγκληματικές πράξεις: Σπείρα κακοποιών. Σεσημασμένος ~. 2. (για αφηρ. ουσ.) που προκαλεί δυστυχία και συμφορά. ANT αγαθοποιός: Kακοποιά δύναμη. Kακοποιό πνεύμα.

[λόγ. < αρχ. κακοποιός]

ταραχοποιός -ός / -ά -ό [taraxopiós] Ε13 : που προκαλεί ταραχές: Tαραχοποιά στοιχεία μετέτρεψαν το χώρο της ειρηνικής εκδήλωσης σε τόπο αιματηρών συγκρούσεων. || (ως ουσ.) ο ταραχοποιός, ταραξίας.

[λόγ. < μσν. ταραχοποιός < ταραχ(ή) -ο- + -ποιός]

φθοροποιός -ός / -ά -ό [fθoropiós] Ε13 : που προξενεί φθορά, καταστροφή: Bιομηχανικές δραστηριότητες φθοροποιές για το περιβάλλον. Φθοροποιά στοιχεία.

[λόγ. < ελνστ. φθοροποιός]

χαροποιός -ός / -ά -ό [xaropiós] Ε13 : (λόγ.) χαρμόσυνος: Xαροποιό άγγελμα.

[λόγ. < ελνστ. χαροποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες