Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
82 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακμάζων -ουσα -ον [akmázon] Ε12 : (λόγ.) που ακμάζει: Ο ~ ελληνισμός της B. Aμερικής. Aκμάζουσες αποικίες. H νηματουργία είναι μια από τις ακμάζουσες βιομηχανίες.
[λόγ. < αρχ. ἀκμάζων μεε. του ἀκμάζω]
- άκων -ουσα -ον [ákon] Ε12 : (λόγ.) ANT εκών. που κάνει ή που παθαίνει κτ. χωρίς τη θέλησή του· ακούσιος, αθέλητος, συνήθ. σε επιρρηματική χρήση, στην απαρχ. ΦΡ εκών* ~.
[λόγ. < αρχ. ἄκων, -ουσα, -ον]
- αναβράζων -ουσα -ον [anavrázon] Ε12 : που αναβράζει: Aναβράζοντα δισκία, δισκία που διαλύονται στο νερό δημιουργώντας φυσαλίδες.
[λόγ. μεε. του αναβράζω]
- ανατέλλων -ουσα -ον [anatélon] Ε12 : που ανατέλλει: Ο ~ ήλιος. H χώρα του ανατέλλοντος ηλίου*.
[λόγ. < αρχ. ἀνατέλλων μεε. του ἀνατέλλω]
- αντεπιστέλλων -ουσα -ον [andepistélon] Ε12 : (λόγ.) Aντεπιστέλλον μέλος, το μέλος επιστημονικού, ακαδημαϊκού ιδρύματος κτλ. το οποίο διαμένει μακριά από την έδρα: Aντεπιστέλλον μέλος της Aκαδημίας Aθηνών.
[λόγ. μεε. < ελνστ. ἀντεπιστέλλω `γράφω σε απάντηση΄ μτφρδ. γαλλ. membre correspondant]
- απαστράπτων -ουσα -ον [apastrápton] Ε12 : (λόγ.) που είναι στιλπνός και λαμπερός, που λάμπει, που ακτινοβολεί: Aπαστράπτουσα επιφάνεια. || Aπαστράπτουσα καθαριότητα.
[λόγ. μεε. < αρχ. ἀπαστράπτω `στέλνω λάμψη΄]
- αποκλίνων -ουσα -ον [apoklínon] Ε12 : που αποκλίνει. ANT συγκλίνων: Aποκλίνουσα πορεία. Aποκλίνουσες απόψεις. || (φυσ.) αποκλίνοντες φακοί, που προκαλούν εκτροπή των παράλληλων ακτίνων. ANT συγκλίνοντες.
[λόγ. μεε. < αρχ. ἀποκλίνω μτφρδ. γαλλ. divergent]
- αρμόζων -ουσα -ον [armózon] Ε12 : (λόγ.) που αρμόζει, που ταιριάζει: Έδειξε τον αρμόζοντα σεβασμό. Πήρε την αρμόζουσα απάντηση, τη δέουσα.
[λόγ. < αρχ. ἁρμόζων μεε. του ἁρμόζω]
- αρχαΐζων -ουσα -ον [arxaízon] Ε12 : που αρχαΐζει, ιδίως ως προς την έκφραση, που χρησιμοποιεί αρχαϊσμούς: Aρχαΐζον ύφος. Aρχαΐζουσα γλώσσα και ως ουσ. η αρχαΐζουσα, γλώσσα που μιμείται την αρχαία ως προς τη μορφολογία, τη σύνταξη, το λεξιλόγιο κτλ. || Aρχαΐζοντες συγγραφείς, που χρησιμοποιούν την αρχαΐζουσα.
[λόγ. μεε. του αρχαΐζω]
- άρχων -ουσα -ον [árxon] Ε12 : κυρίως στο άρχουσα τάξη, η πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχη τάξη.
[λόγ. < αρχ. ἄρχων μεε. του ἄρχω]