Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for:
109 items total [61 - 70]
πετσικάρω [petsikáro] Ρ6α μππ. πετσικαρισμένος & πιτσικάρω [pitsikáro] Ρ6α μππ. πιτσικαρισμένος : (προφ.) για σκληρή επιφάνεια που έχει χάσει τη φόρμα της, που έχει υποστεί στρέβλωση, που έχει κυρτώσει: Πετσικάρανε τα σανίδια του δαπέδου.

[ιταλ. pizzicar(e) `τσιμπάω΄ ( [i > e] ;)]

ποζάρω [pozáro] Ρ6α : 1. παίρνω συγκεκριμένη και φροντισμένη στάση προκειμένου να φωτογραφηθώ ή να χρησιμοποιηθώ ως μοντέλο: Ποζάρει μπροστά στο φακό. 2. (μτφ.) τηρώ μια συγκεκριμένη, προσποιητή, επιτηδευμένη συμπεριφορά, εμφανίζομαι, πλασάρομαι: Tου αρέσει να ποζάρει ως δυναμικός άντρας.

[ιταλ. posar(e)]

ποντζάρω [pondzáro] & μποτζάρω [bodzáro] Ρ6α : (ναυτ.) οδηγώ ένα πλοίο με τρόπο που η πλώρη του να σχηματίζει γωνία ως προς τη διεύθυνση του ανέμου. ANT ορτσάρω. || Ποντζάρει το καράβι, κινείται με τρόπο που η πλώρη του να σχηματίζει γωνία ως προς τη διεύθυνση του ανέμου.

[βεν. bozzar και αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς τη λ. πόντζα]

προστιμάρω [prostimáro] Ρ6α : (λαϊκότρ.) επιβάλλω πρόστιμο.

[πρόστιμ(ο) -άρω]

ρεβεγιονάρω [revejonáro] Ρ6α : (προφ.) συμμετέχω, παρευρίσκομαι σε ρεβεγιόν· κάνω ρεβεγιόν: Πού θα ρεβεγιονάρουμε φέτος;

[ρεβεγιόν -άρω]

ρεμιζάρω [remizáro] Ρ6α : (λαϊκ.) α. δένω πλοίο σε λιμάνι. β. σταθμεύω σε γκαράζ· παρκάρω.

[γαλλ. remis(er) -άρω]

ρετάρω [retáro] Ρ6α : (για κινητήρα, συνήθ. αυτοκινήτου) δεν έχω ομοιό μορφη, κανονική λειτουργία.

[ίσως γαλλ. retard `καθυστέρηση΄ ]

ρεφάρω [refáro] Ρ6α : (λαϊκ., προφ.) ξανακερδίζω ό,τι έχασα (σε τυχερό παιχνίδι ή σε επιχείρηση).

[ιταλ. rifar(e) `αντισταθμίζω ζημιές΄ [i > e] από επίδρ. του [r] ]

ριλαξάρω [rilaksáro] & ρελαξάρω [relaksáro] Ρ6α : (προφ.) χαλαρώνω, ηρεμώ ύστερα από κατάσταση ψυχικής έντασης, άγχους.

[αγγλ. relax -άρω· μέσω του γαλλ. relaxer]

ριμάρω [rimáro] Ρ6α : (για στίχους ποιήματος, λέξεις) ομοιοκαταληκτώ.

[ιταλ. rimar(e) ]

< Previous   1... 5 6 [7] 8 9 ...11   Next >
Go to page:Go