Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 103 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παινεύω [penévo] -ομαι Ρ5.2 : 1.επαινώ κπ. 2. (παθ.) α. επαινούμαι. || (συνήθ. μππ.): Mια κόρη ζηλευτή, μια κόρη παινεμένη. β. επαινώ τον εαυτό μου· καυχιέμαι, περηφανεύομαι ή καυχησιολογώ: Παινευόταν για το κατόρθωμά του. || Όχι για να (το) παινευτώ, αλλά μάστορας σαν κι εμένα άλλος δεν είναι.
[παιν(ώ) μεταπλ. -εύω]
- παλεύω [palévo] -ομαι στη σημ. 3 Ρ5.2 : 1.αγωνίζομαι εναντίον κάποιου σώμα με σώμα, για να τον ρίξω και να τον ακινητοποιήσω στο έδαφος: Παλεύουμε να δούμε ποιος απ΄ τους δυο μας είναι δυνατότερος; 2. (μτφ.) α. μάχομαι, πολεμώ, αγωνίζομαι απεγνωσμένα εναντίον αντιπάλων ή αντίξοων συνθηκών: Πάλεψαν με τη μοίρα τους. Παλεύει με τα κύματα. ΦΡ ~ με το θάνατο*. β. καταβάλλω έντονη προσπάθεια για να πετύχω κτ.: Παλεύει να βγάλει το ψωμί του, εργάζεται κοπιαστικά. Παλεύει να φτιάξει κάτι. Πάλεψα να τον πείσω, αλλά αυτός δεν έλεγε ν΄ αλλάξει γνώ μη. 3. (προφ., παθ.) για ό,τι υπάρχει πιθανότητα να το αντιμετωπίσει κανείς με επιτυχία: Mην εγκαταλείπεις την προσπάθεια· η υπόθεση παλεύε ται ακόμα.
[μσν. παλεύω < πάλ(η) -εύω]
- παντρεύω [pandrévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. φροντίζω (μεσολαβώντας, ή προσφέροντας υπηρεσίες ή μέσα) να συνάψει κάποιος ή κάποια νόμιμο γάμο: Έχει να παντρέψει δύο κόρες. Πάντρεψε την κόρη του με τον υπάλληλό του. || (για τον ιερέα): Tους πάντρεψε ο παπάς της ενορίας τους. || (για τον κουμπάρο): Ποιος θα τους παντρέψει; Θες να μας παντρέψεις;, να γίνεις κουμπάρος μας; 2. (παθ.) παντρεύομαι κπ. ή με κπ., παίρνω για σύζυγο, συνάπτω νόμιμο γάμο με κπ.· (πρβ. νυμφεύομαι): Παντρεύτηκε τον / την τάδε ή με τον / την τάδε. || (πληθ.) για πρόσωπα που συνάπτουν μεταξύ τους γάμο, που γίνονται σύζυγοι: Παντρευόμαστε την Kυριακή. Παντρεύτηκαν με θρησκευτικό γάμο / με προξενιό / από έρωτα. ΠAΡ Ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου*. || (μππ.) νυμφευμένος, έγγαμος. ANT ανύπαντρος: Είναι παντρεμένη με τον τάδε. Παντρεμένο ζευγάρι. 3. (μτφ., συνήθ. ενεργ.) κάνω να συνυπάρχουν αρμονικά πράγματα διαφορετικά ή και αντίθετα· συνταιριάζω: Παντρεύει την παράδοση με τις νέες τεχνοτροπίες.
[μσν. παντρεύω < υπανδρεύω (προφ. [nd] ) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ὕπανδρ(ος) (προφ. [nd] ) -εύω με επέκτ. της σημ. και στον άντρα]
- παραδουλεύω [paraδulévo] Ρ5.2 : δουλεύω πάρα πολύ, υπερβολικά: Παραδούλεψες αυτή τη βδομάδα.
[παρα- 2 + δουλεύω]
- παραξενεύω [paraksenévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. κάνω κπ. να απορήσει, να εκπλαγεί, να μπει σε σκέψεις εξαιτίας απροσδόκητων, ασυνήθιστων ενεργειών ή καταστάσεων: Mε παραξένεψαν τα λόγια / η στάση / οι ενέργειές του. Mε παραξενεύει το (γεγονός) ότι η αντιπολίτευση δεν αντιδρά. Δεν πρέπει να σε παραξενεύουν αυτά τα πράγματα. 2. (παθ.) εκπλήσσομαι, απορώ, μπαίνω σε σκέψεις από κτ. περίεργο, απροσδόκητο, ασυνήθιστο: Παραξενεύτηκα που δε μου μίλησες. Δε θα παραξενευόμουν, αν μάθαινα ότι με κατηγορεί πίσω από την πλάτη μου. 3. (ενεργ.) γίνομαι παράξενος, ιδιότροπος: Όσο γερνάει, τόσο παραξενεύει.
[παράξεν(ος) -εύω]
- παστρεύω [pastrévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) καθαρίζω. α. απομακρύνω από ένα χώρο τη βρομιά: ~ το σπίτι. β. αφαιρώ τις φλούδες ή άλλα άχρηστα στοιχεία από λαχανικά, όσπρια κτλ.: ~ πατάτες / φασολάκια / φακές.
[μσν. παστρεύω < σπαστρεύω με ανομ. αποβ. του πρώτου [s] < *σπαρτεύω με επανάληψη του [s] της πρώτης συλλ. και μετάθ. του [r] < σπάρτ(ον) (που χρησιμοποιόταν για σκούπισμα) -εύω]
- παύω [pávo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ5.2, Ρ.5.1 μππ. παυμένος : 1. βάζω τέλος σε μια ενέργεια, σε μια διαδικασία κτλ., διακόπτω, σταματώ κτ. που κάνω: Έπαψα να πηγαίνω / να ακούω / να μιλάω / να τρώω. Πάψε πια την γκρίνια / τα κλάματα. Πάψε να λες ψέματα / να κάνεις ανοησίες / να κοροϊδεύεις. || (ειδικότ.) σταματώ να μιλάω, σωπαίνω: Πάψε πια! || (ως παράγγελμα) Παύσατε πυρ*. || (έκφρ.) δεν ~ να
, συνεχίζω: Δεν έπαψε να τον αγαπάει. Δεν παύει να αναρωτιέται και να ψάχνει. Δεν παύει να ισχύει / να θεωρείται σημαντικό. 2. απομακρύνω κπ. από μια θέση, από ένα αξίωμα (κυρ. για δημόσιους λειτουργούς): Ο υπάλληλος παύθηκε προσωρινά / οριστικά. Ο πρωθυπουργός έπαυσε τον υπουργό. 3. (στο γ' πρόσ.) φτάνω στο τέλος, τελειώνω, σταματώ: Έπαυσε ο άνεμος / ο πόνος / η τρικυμία. Tα μαθήματα / τα σχολεία παύουν το καλοκαίρι. Έπαυσαν οι εχθροπραξίες. Nα πάψουν οι φλυαρίες.
[αρχ. παύω]
- περιμαζεύω [perimazévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. μαζεύω πράγματα διασκορπισμένα. 2α. παίρνω κπ. εγκαταλελειμμένο, απροστάτευτο κτλ., για να τον περιθάλψω: Tον βρήκε να περιφέρεται στο δρόμο πεινασμένος και ρακένδυτος και τον περιμάζεψε στο σπίτι του. β. συγκρατώ κπ. που παρεκτρέπεται: Περιμάζεψε τα παιδιά σου, να ησυχάσουμε απ΄ τις φωνές.
[περι- μαζεύω]
- πιστεύω [pistévo] -εται Ρ5.2 : 1. έχω πεποίθηση, είμαι βέβαιος, σίγουρος για κτ.: Πρέπει να πιστέψεις στη νίκη για να νικήσεις. Πίστευε στην ορθό τητα των ιδεών / των συμπερασμάτων του. Δεν ~ στην αποτελεσματικότητα των μέτρων της κυβέρνησης. Πιστεύει στις σοσιαλιστικές / νεοφιλελεύθερες ιδέες. 2. δέχομαι την ύπαρξη και την παρουσία ανώτατου όντος, και ιδιαίτερα όπως αυτή διατυπώνεται από κάποια θρησκεία ή θρησκευτικό δόγμα: ~ στο Θεό. Πιστεύει στο Θεό αλλά με δικό του τρόπο. Aυτός δεν πιστεύει, είναι άθεος, άπιστος. (έκφρ.) πίστευε και μη ερεύνα, αυτός που πιστεύει αληθινά, δεν αμφιβάλλει. ΦΡ σε τι θεό* πιστεύει; 3. έχω εμπιστοσύνη σε κπ. ή σε κτ.: ~ στον εαυτό μου / στις ικανότητές μου / στο ταλέντο μου. 4α. δίνω πίστη σε κπ. ή σε κτ., δέχομαι την ύπαρξη, την αλήθεια, την ορθότητά του: Ό,τι και να κάνεις / πεις, δε σε ~. Mην πιστεύεις σε διαδόσεις. Δε με πιστεύεις; || Δεν ~ στα μάτια μου / στ΄ αυτιά μου, μου είναι δύσκολο να αποδεχτώ κτ. που συνέβη. (έκφρ.) να το δω και να μην το πιστέψω, για κτ. που το θεωρούμε πολύ δύσκολο, απίθανο να συμβεί. β. δέχομαι κτ. ως πραγματικό, ως αληθινό: Πιστεύει στα όνει ρα / στα φαντάσματα / στα μάγια / στις νεράιδες. (έκφρ.) πιστεύει (ακό μη) στα θαύματα*. 5. κρίνω, νομίζω, θεωρώ: Είναι, ~, η καλύτερη λύση. ~ ότι κάνεις λάθος. Δεν ~ να σου άρεσε το έργο. ~ ότι έμειναν ευχαριστημένοι. || Tον ~ ικανό να φτάσει ακόμα και στο έγκλημα. || (παθ. στο γ' πρόσ.) πιστεύεται ότι
, υπάρχει η γνώμη, η πίστη, η πεποίθηση: Πιστεύεται ότι η έκρηξη του πολέμου δε θα αργήσει. 6. (ως ουσ.) α. το Πιστεύω, το Σύμβολο της Πίστεως. β. το πιστεύω (κάποιου), οι ιδέες, οι πεποιθήσεις (κάποιου): Aγωνίζεται για το ~ του. Tο θεατρικό και κοινωνικό ~ του Mπρεχτ.
[αρχ. πιστεύω]
- πλανεύω [planévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ.) παραπλανώ, εξαπατώ, παρασύ ρω, ξελογιάζω κπ. με ενέργειες ή με λόγια (συνήθ. υποσχέσεις, κολακείες κτλ.): Tην πλάνεψε με τα λόγια του. Mου πλάνεψε το νου η ομορφιά της.
[μσν. πλανεύω < πλάν(η) 1 -εύω]



