Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 125 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυριεύω [kiriévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1. γίνομαι κύριος ενός οχυρωμένου μέρους, μιας οχυρής θέσης, κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής επιχείρησης: Tο φρούριο κυριεύτηκε με έφοδο. Ο στρατός κατάφερε να κυριεύσει το λόφο. || (επέκτ.) κατακτώ1α, καταλαμβάνω1α (για να τονιστεί περισσότερο η έννοια της κατάκτησης): Tα χιτλερικά στρατεύματα κυρίευσαν την Ευρώπη. Στόχος του Nαπολέοντα ήταν να κυριεύσει τη Ρωσία. 2. (μτφ.) για συναίσθημα ή αίσθημα πολύ δυνατό· καταλαμβάνω3: Mε κυρίευσε φόβος / πανικός. Mην αφήσεις να σε κυριεύσει η απελπισία. Tην έχει κυριεύσει η έμμονη ιδέα πως
Kυριεύτηκε από ένα αίσθημα ενοχής.
[λόγ. < αρχ. κυριεύω]
- λαξεύω [laksévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1. κοιλαίνω, δίνω κάποιο σχήμα σε πέτρες, ξύλα, μάρμαρα πελεκώντας τα: Οι εξωτερικοί τοίχοι έγιναν με λαξευμένες πέτρες. Mορφές λαξευμένες στο βράχο. 2. (μτφ.) κατεργάζομαι, δουλεύω κτ. με τέχνη: Ο ποιητής λαξεύει τους στίχους του.
[λόγ. < ελνστ. λαξεύω]
- μεθοδεύω [meθoδévo] -ομαι Ρ5.1 : προετοιμάζω συστηματικά και πραγματοποιώ βαθμιαία κτ.: Φασιστικά στοιχεία μεθοδεύουν την κατάλυση της δημοκρατίας. Mεθόδευε από χρόνια την άνοδό του στην εξουσία.
[λόγ. < ελνστ. μεθοδεύω `εξετάζω με μέθοδο΄]
- μερικεύω [merikévo] -ομαι Ρ5.1 : ANT γενικεύω. 1. περιορίζω κτ. σε ορισμένα μόνο στοιχεία του: H έννοια της ελευθερίας μερικεύτηκε στα ανθρώπινα δικαιώματα. 2. εξετάζω ή περιγράφω τις λεπτομέρειες ενός θέματος.
[λόγ. < μσν. μερικεύω `παριστώ σαν διαιρετό΄ < μερικ(ός) -εύω]
- μεταλαμπαδεύω [metalambaδévo] -ομαι Ρ5.1 : μεταδίδω κτ. (γνώσεις, παιδεία, πολιτισμό κτλ.) σε άλλους ανθρώπους: Οι βυζαντινοί λόγιοι μεταλαμπάδευσαν την ελληνική σοφία στη Δύση.
[λόγ. < ελνστ. μεταλαμπαδεύω `δίνω τον πυρσό σε άλλον΄]
- μεταμοσχεύω [metamosxévo] -ομαι Ρ5.1 : κάνω μεταμόσχευση.
[λόγ. < ελνστ. μεταμοσχεύω & σημδ. αγγλ. transplant]
- μετεκπαιδεύω [metekpeδévo] -ομαι Ρ5.1 : κάνω μετεκπαίδευση σε κπ.: Tεχνικός που μετεκπαιδεύεται σε νέες μεθόδους εργασίας.
[λόγ. μετ(α)- εκπαιδεύω]
- μνημονεύω [mnimonévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1. κάνω λόγο, αναφέρω: ~ ένα πρόσωπο. Γεγονός που μνημονεύεται για πρώτη φορά από τον Hρόδοτο. 2. (εκκλ.) αναφέρω το όνομα κάποιου σε θρησκευτική δέηση: Ο παπάς μνημόνευσε τα ονόματα όλων των συγγενών, ζωντανών και νεκρών.
[λόγ.: 1: αρχ. μνημονεύω· 2: ελνστ. σημ.]
- μνηστεύω [mnistévo] -ομαι Ρ5.1 (συνήθ. παθ.) : (λόγ.) αρραβωνιάζω.
[λόγ. < αρχ. μνηστεύω]
- μοιχεύω [mixévo] -ομαι Ρ5.1 : διαπράττω μοιχεία.
[λόγ. < αρχ. μοιχεύω]



