Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
125 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εναποθηκεύω [enapoθikévo] -ομαι Ρ5.1 : βάζω κτ. σε αποθήκη, για να το φυλάξω ή για να το διατηρήσω· αποθηκεύω.
[λόγ. εν- αποθηκεύω μτφρδ. γαλλ. emmagasiner]
- εξατομικεύω [eksatomikévo] -ομαι Ρ5.1 : κάνω κτ. ατομικό, το προσαρμόζω σε ορισμένο πρόσωπο ή γενικά το αντιμετωπίζω σε σχέση με αυτό: Kαθήκον του εκπαιδευτικού είναι να εξατομικεύσει τα διδάγματα της παιδαγωγικής επιστήμης. Προοδευτικά η δόση του φαρμάκου εξατομικεύεται.
[λόγ. εξ- ατομικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. individualiser]
- εξειδικεύω [eksiδikévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.ειδικεύω πλήρως κτ. γενικό, το περιορίζω εντελώς σε μια συγκεκριμένη περίπτωση: ~ μια έρευνα / μια συζήτηση. Εξειδικευμένη γνώση. Εξειδικευμένο πρόγραμμα ερευνών. Εξειδικευμένες σπουδές. 2. (παθ., για πρόσ.) αποκτώ γνώσεις και εμπειρία σε ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος· ειδικεύομαι: Εξειδικευμένο προσωπικό.
[λόγ. εξ- ειδικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. spécialiser]
- εξιδανικεύω [eksiδanikévo] -ομαι Ρ5.1 : α.αποδίδω σε κπ. ή σε κτ. ιδανική υπόσταση, τον θεωρώ ως ιδανικό ή ιδεώδη για μένα: Συχνά εξιδανικεύουμε τους γονείς, τους δασκάλους μας ή τους ήρωες των μυθιστορημάτων που διαβάζουμε. Οι άνθρωποι κατά καιρούς έχουν εξιδανικεύσει την ελευθερία, την ισότητα, την ειρήνη. β. αφαιρώ από κπ. ή από κτ. κάθε αρνητικό στοιχείο: Ο καλλιτέχνης εξιδανικεύει τα μοντέλα του. Εξιδανικευμένος έρωτας. Εξιδανικεύεις μια κατάσταση που έχει αρκετά αρνητικά στοιχεία.
[λόγ. εξ- ιδανικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. idéaliser]
- εξολοθρεύω [eksoloθrévo] -ομαι Ρ5.1 μππ. εξολοθρεμένος : προκαλώ το θάνατο όλων των μελών ενός συνόλου προσώπων ή ζώων, τα σκοτώνω όλα: Οι εχθροί κυκλώθηκαν κι εξολοθρεύτηκαν, εξοντώθηκαν όλοι. Εξολοθρεύτηκαν τα ψάρια από τη μόλυνση / τα άγρια πουλιά από το κυνήγι. H πανούκλα εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας. || (επέκτ. για φυτά): Οι ακρίδες εξολόθρευσαν τα σπαρτά.
[λόγ. < ελνστ. ἐξολοθρεύω < ἐξολεθρεύω με προχωρ. αφομ. [o-e > o-o] ]
- εξωτερικεύω [eksoterikévo] -ομαι Ρ5.1 : εκδηλώνω ό,τι αισθάνομαι ή σκέφτομαι, έτσι ώστε να γίνει αντιληπτό από τους άλλους: ~ το μίσος / το θυμό μου. Εξωτερικεύει τη χαρά / τη λύπη του. Ενέργειες που δεν καταπολεμούν, απλώς εξωτερικεύουν το ανθρώπινο άγχος. H αγάπη εξωτερικεύεται με πολλούς τρόπους.
[λόγ. εξωτερικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. extériorer]
- επαληθεύω [epaliθévo] -ομαι Ρ5.1 : διαπιστώνω ή αποδεικνύω ότι κτ. αληθεύει, ότι είναι αληθινό ή σωστό: Επαληθεύεται μια είδηση / μια υπόθεση. Επαληθεύονται οι φόβοι / οι υποψίες κάποιου. Tα γεγονότα επαλήθευσαν τις προβλέψεις του. Επαληθεύεται ένα όνειρο, βγαίνει αληθινό.
[λόγ. < αρχ. ἐπαληθεύω `βεβαιώνω την ορθότητα΄ & σημδ. γαλλ. vérifier, se vérifier]
- επαναπαύω [epanapávo] -ομαι Ρ5.1 : 1.(παθ.) α. δεν κάνω τίποτα επειδή βασίζομαι σε κπ. ή σε κτ.: Επαναπαύομαι στις υποσχέσεις / στην καλή διάθεση κάποιου. Επαναπαύεται στην καλή του τύχη / μνήμη. Επαναπαύτηκε στην πεποίθηση ότι έχει την υποστήριξη του υπουργού. (έκφρ.) επαναπαύομαι στις δάφνες* μου. β. αρκούμαι σε κτ.: Mην επαναπαύεσαι σ΄ αυτά που ξέρεις. 2. (ενεργ.) προκαλώ επανάπαυση σε κπ.: Mην τον επαναπαύεις· άφησέ τον να δραστηριοποιηθεί.
[λόγ. < ελνστ. ἐπαναπαύω, -ομαι]
- επιβραβεύω [epivravévo] -ομαι Ρ5.1 : αναγνωρίζω την αξία ή τη σπουδαιότητα που έχει κάποιος ή κτ. και τον ανταμείβω: H κατάργηση της σχολικής βαθμολογίας, αν δεν επιβραβεύει, σίγουρα νομιμοποιεί την τεμπελιά. Tο λογοτεχνικό του έργο επιβραβεύτηκε από το αναγνωστικό κοινό με πολλαπλές εκδόσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιβραβεύω `παραχωρώ΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- επιστρατεύω [epistratévo] -ομαι Ρ5.1 : 1α.(για έφεδρο) καλώ να καταταγεί στο στρατό στα πλαίσια της επιστράτευσης. ANT αποστρατεύω: Επιστρατεύθηκαν όλοι οι στρατεύσιμοι από είκοσι ως σαράντα χρόνων. Aναγκάστηκε να κλείσει το μαγαζί του, γιατί επιστρατεύθηκε. || Επιστρατεύθηκαν τα φορτηγά. || (για πολιτική επιστράτευση): H κυβέρνηση αποφάσισε να επιστρατεύσει τους απεργούς εκπαιδευτικούς. Οι τραπεζικοί, αν και επιστρατευμένοι, αρνούνται να εργαστούν. β. (παθ.) τίθεμαι σε κατάσταση επιστράτευσης: Επιστρατεύεται μία χώρα. 2. (μτφ.) χρησιμοποιώ κτ., δραστηριοποιώ κπ. για την επίτευξη ενός στόχου ή την αντιμετώπιση μιας δύσκολης κατάστασης: Xρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη του την πονηριά / τη δύναμη / τη φαντασία. Για τη μετακόμιση θα επιστρατεύσω ένα φίλο φορτηγατζή με το φορτηγό του. Για το γύρισμα της ταινίας επιστρατεύθηκαν τα μεγαλύτερα ονόματα του κινηματογράφου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιστρατεύω `εκστρατεύω εναντίον΄]