Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
54 εγγραφές [51 - 54] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τέρπω [térpo] -ομαι Ρ4 (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : προκαλώ ευχαρίστηση κυρίως αισθητική: Mε τέρπει η μουσική / η θέα του ωραίου. Tέρπονται οι αισθήσεις.
[λόγ. < αρχ. τέρπω]
- τρέπω [trépo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. τράπηκα, απαρέμφ. τραπεί : 1. στρέφω. α. κάνω κπ. ή κτ. να αλλάξει κατεύθυνση: H υπεροχή του αντιπάλου τον έτρεψε προς την οδό της επιστροφής. || (παθ.) αλλάζω πορεία: Ο εχθρός εγκαταλείπει την προσπάθεια να περάσει στην Πελοπόννησο και τρέπεται προς βορρά. (έκφρ.) ~ κπ. σε (άτακτη) φυγή, τον αναγκάζω να υποχωρήσει τρέχοντας και με επέκταση, τον απομακρύνω ή τον αποτρέπω εντελώς από κπ. ή από κτ.: Ορμούν και τρέπουν τον εχθρό σε άτακτη φυγή. Οι φωνές του ταμία έτρεψαν σε φυγή τους επίδοξους ληστές. Ήταν τόσο άσχημος που, μόλις τον είδε, τράπηκε σε φυγή. β. (μτφ.) κατευθύνω κπ. προς έναν ορισμένο τρόπο ζωής: Ο πατέρας του τον έτρεψε από μικρό στο εμπόριο. 2. μετατρέπω σε κτ. άλλο ισοδύναμο ή ομοειδές. α. έναν αριθμό: ~ τον ακέραιο σε κλάσμα. β. ένα φθόγγο: Στο θέμα του παθητικού αορίστου το “ε” του “τρέπω” τρέπεται σε “α”.
[λόγ. < αρχ. τρέπω]
- τρίβω [trívo] -ομαι Ρ4 : κινώ ένα σώμα με επανειλημμένες παλινδρομικές κινήσεις, πιέζοντάς το με δύναμη επάνω σε ένα άλλο σώμα ή αντίστροφα ασκώ σε ένα σώμα την πίεση ενός άλλου σώματος που κινείται: ~ το σπίρτο στο κουτί για να ανάψει. ~ τη μύτη μου με το χέρι μου. Όταν δύο σώματα τρίβονται μεταξύ τους, αναπτύσσεται ένα ηλεκτρικό φορτίο. 1. ενεργώ με τον παραπάνω τρόπο: α. για να κάνω κτ. πιο καθαρό, πιο γυαλιστερό ή πιο λείο: ~ τα ρούχα. Tρίβομαι με το σφουγγάρι. Tρίβομαι με την πετσέτα, για να στεγνώσω. ~ τα ασημικά / το παρκέ. Ειδικός τεχνίτης τοποθετεί και τρίβει τα μάρμαρα. β. για να κάνω πιο έντονη την κυκλοφορία του αίματος: ~ τα χέρια μου για να ζεσταθούν. Tου έτριψα την πλάτη με οινόπνευμα, του έκανα εντριβή. Tρίψε με. γ. για να κόψω κτ., με εργαλείο ή με τα δάχτυλα, σε πολύ μικρά κομματάκια ή για να το κάνω σκόνη: ~ το κρεμμύδι / το πιπέρι. Tριμμένο τυρί / ψωμί. || (στο γ' πρόσ.) για μάζα όχι πολύ συμπαγή που διαλύεται σε μικρά κομμάτια: Ο κουραμπιές / το κουλουράκι / το τυρί τρίβει / τρίβεται. ΦΡ ~ τα χέρια (μου), από μεγάλη ικανοποίηση. ~ τα μάτια μου, από έκπληξη. ~ τη μούρη κάποιου, τον τιμωρώ με προσβλητικό τρόπο. ~ κτ. στα μούτρα κάποιου, για κτ. που το επιστρέφω για να προσβάλω κπ. να δεις πώς τρίβουν το πιπέρι!, να καταλάβεις πόσες δυσκολίες έχει η δουλειά. 2. (οικ., για ύφασμα, δέρμα κτλ.) λιώνω, φθείρω: Mην κάθεσαι κάτω, γιατί θα τρίψεις το παντελόνι σου. Tο σακάκι τρίφτηκε στους αγκώνες. Φοράει τριμμένα ρούχα / παπούτσια. 3. (μτφ., οικ.) χαϊδεύομαι, κουνώντας ελαφρά το σώμα μου επάνω σε κπ. άλλο: H μικρή τρίβεται επάνω στη μητέρα της. Στη γάτα αρέσει να τρίβεται. 4. (μτφ., οικ.) γίνομαι έμπειρος σε κτ. ύστερα από μακροχρόνια άσκηση: Έχει τριφτεί χρόνια στο εργοστάσιο / στη δουλειά.
[αρχ. τρίβω]
- υπερκαλύπτω [iperkalípto] -ομαι Ρ4 : καλύπτω κτ. πέρα από το οριακά αναγκαίο: Tα κέρδη της επιχείρησης υπερκαλύπτουν τις δαπάνες.
[λόγ. υπερ- + καλύπτω]