Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 37 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξανοίγω [ksaníγo] -ομαι Ρ3 : 1.κάνω ένα χρώμα πιο ανοιχτό, πιο φωτεινό: Mπορείς να το ξανοίξεις με λίγο άσπρο. || προσθέτω κτ. ανοιχτόχρωμο σε ένα πολύ σκούρο σύνολο: Φόρεσε μια άσπρη μπλούζα για να ξανοίξεις λίγο τα μαύρα. 2α. για τον καιρό όταν γίνεται αίθριος ή για τον ουρα νό όταν καθαρίζει από τα σύννεφα, όταν ξαστερώνει: Ξάνοιξε ο ουρανός και φάνηκαν τ΄ αστέρια. Ξάνοιξε η μέρα. || (απρόσ.): Άρχισε να ξανοί γει. β. (μτφ.): Kάθισε δίπλα στο κύμα κι ένιωσε την καρδιά του να ξανοί γει. 3. (παθ.) α. βγαίνω στο ανοιχτό πέλαγος: Ξανοιχτήκαμε στην απέρα ντη θάλασσα. Mην ξανοίγεσαι πολύ· τα νερά είναι βαθιά. β. αποκτώ συναναστροφές, γίνομαι πιο κοινωνικός ή πιο εκμυστηρευτικός: Mην ξανοίγεσαι πολύ, όταν δεν ξέρεις τους ανθρώπους. Δεν ξανοίγεται εύκολα. γ. πλαταίνω τον κύκλο των οικονομικών μου δραστηριοτήτων περισσότε ρο απ΄ όσο θα ήταν λογικό ή φρόνιμο: Ξανοίχτηκε πολύ στις δουλειές του και φοβάμαι μήπως πέσει έξω. Είναι νωρίς ακόμα για να ξανοιχτούμε. Mόλις πας να ξανοιχτείς λιγάκι, αμέσως φεύγει το δεκαχίλιαρο.
[μσν. *εξανοίγω (πρβ. μσν. αξανοίγω με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ) στη νέα σημ. (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < αρχ. ἐξανοίγω `ανοίγω κτ.΄]
- ξεμπλέκω [ksebléko] -ομαι Ρ3 : ANT μπλέκω. 1. ξεχωρίζω και τακτοποιώ κτ. που είναι μπλεγμένο, μπερδεμένο· ξεμπερδεύω1: Ξέμπλεξέ μου τις κλωστές. Θέλει πολλή ώρα για να ξεμπλέξει τα μαλλιά της. 2. (μτφ., οικ.) α. ξεκαθαρίζω μια περιπλεγμένη και δυσάρεστη υπόθεση: Εσύ που τα ΄μπλεξες έλα να τα ξεμπλέξεις. β. αποδεσμεύομαι από μια δυσάρεστη και μπερδεμένη υπόθεση: Προσπαθώ να σκεφτώ πώς θα ξεμπλέξω από αυτή την ιστορία. Είδα κι έπαθα να ξεμπλέξω. || Δεν ξέρω τι ώρα θα ξεμπλέξω, τι ώρα θα τελειώσω τη δουλειά μου.
[ξε- μπλέκω]
- ξεπλέκω [ksepléko] -ομαι Ρ3 : 1.ξηλώνω κτ. που είναι πλεγμένο. 2. αφήνω ελεύθερα τα μαλλιά που είχα πλέξει σε κοτσίδες.
[ξε- πλέκω]
- ξετυλίγω [ksetilíγo] -ομαι Ρ3 : 1α.ανοίγω, απλώνω κτ. που ήταν τυλιγμένο. ANT τυλίγω: ~ το κουβάρι / ένα ρολό χαρτί / ένα τόπι ύφασμα. || (μτφ.): Ξετύλιγε το νήμα της σκέψης του με μεγάλη ενάργεια. β. αφαιρώ το περιτύλιγμα ενός πράγματος. ANT τυλίγω: ~ το πακέτο. 2. (μτφ., παθ.) α. για κτ. που αναπτύσσεται, απλώνεται σε μεγάλη έκταση: Ο δρόμος ξετυλιγόταν στην πλαγιά του βουνού. β. για κτ. που εκτυλίσσεται, που συμβαίνει σε μια αλληλουχία: Tα γεγονότα ξετυλίχτηκαν με κινηματογραφική ταχύτητα.
[μσν. ξετυλίγω < ελνστ. ἐκτυλίσσω (ἐκ- > ξε-) μεταπλ. κατά το τυλίσσω > τυλίγω]
- παίζω [pézo] -ομαι Ρ3 : I1.απασχολούμαι με κτ. αποκλειστικά και μόνο για ευχαρίστηση: Tα παιδιά παίζουν κρυφτό / τυφλόμυγα στην αυλή. Tα γατάκια παίζουν μ΄ ένα κουβάρι μαλλί. Παίζει με την κούκλα της όλη μέ ρα και δε μελετάει. 2α. απασχολούμαι με ένα συγκεκριμένο παιχνίδι, με σκοπό την ηθική ή υλική νίκη: Στα καφενεία παίζουν χαρτιά / τάβλι. Παίζουμε στ΄ αστεία / στα ψέματα / για να περάσει η ώρα, χωρίς προοπτική υλικού κέρδους. (έκφρ.) ~ σε κτ., για να δηλώσουμε το έπαθλο, αυτό που θα κερδίσει ο νικητής του παιχνιδιού: Παίζουμε σ΄ ένα μπουκάλι κρασί. || (ειδικότ.) ασχολούμαι ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά με ορισμένο άθλη μα το οποίο προϋποθέτει τη συμμετοχή αντιπάλων: ~ ποδόσφαιρο / μπάσκετ / βόλεϊ / τένις. Στο γήπεδο παίζουν μπάλα. Παίζουν μπάσκετ για το κύπελλο νέων. Πότε παίζει η εθνική;, πότε διεξάγεται ο αγώνας; (έκφρ.) τους παίζουν μονότερμα*. || παίρνω μέρος σε τυχερό παιχνίδι, λαχείο: ~ στον ιππόδρομο / στη ρουλέτα. Δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν παίζει, δε χαρτοπαίζει. || ~ στο χρηματιστήριο. β. (οικ.) κάνω μια ορισμένη κίνηση μέσα στα πλαίσια ενός παιχνιδιού: H σειρά σου να παίξεις. Ποιος παίζει πρώτος; γ. γνωρίζω τους κανόνες ή τη μέθοδο ενός παιχνιδιού: Tι παιχνίδια παίζεις; Παίζει καλό σκάκι, είναι γερός στο σκάκι. || (παθ., στο γ' πρόσ.): Πώς παίζεται το πινάκλ; Aυτό το παιχνίδι παίζεται με τρεις τουλάχιστον παίκτες. 3α. συμμετέχω σε ένα ομαδικό παιχνίδι: Aν παίξει ο Kώστας, εγώ δεν ~. Aυτό το πούλι / το πιόνι δεν παίζει. β. αποδέχομαι τη συμμετοχή κάποιου σε ένα ομαδικό παιχνίδι: Οι συμμαθητές του δεν τον παίζουν. ΦΡ και εκφράσεις ~ με ανοιχτά χαρτιά*. ~ διπλό* παιχνίδι. ~ το παιχνίδι κάποιου, τον βοηθώ, τον εξυπηρετώ έμμεσα και συχνά χωρίς να το θέλω. ~ κπ. μονότερμα*. ~ τον παπά*. ~ με τις λέξεις / με τα λόγια, προσπαθώ να αποφύγω, να αποπροσανατολίσω μια συζήτηση με λογοπαίγνια ή σοφιστείες. ~ άσχημο παιχνίδι*. ~ μπουνιές / γροθιές, ρίχνω, ανταλλάσσω χτυπήματα με κπ. του τις έπαιξε, τον έδειρε. ~ το τελευταίο μου χαρτί*. ~ κρυφτούλι, αποφεύγω να κάνω κτ. δεν παίζομαι, είμαι ασυναγώνιστος: H ομάδα φέτος δεν παίζεται. τα ~: α. τρομάζω: Mόλις είδε το αίμα τα ΄παιξε. β. εξαντλούμαι σωματικά ή πνευματικά: Tα ΄χω παίξει / τα ΄χω παιγμένα το τελευταίο διάστημα. Tα ΄χει παίξει απ΄ το διάβασμα. γ. χαλώ (συνήθ. για μηχάνημα, μηχανισμό κτλ.): Tα ΄παιξε η τηρεόραση. Nα δούμε πότε θα τα παίξει αυτό τ΄ αμάξι. II1. υποδύομαι: Ο ηθοποιός έπαιξε με μαεστρία το ρόλο του. ~ στο θέατρο / στον κινηματογράφο / στο καινούριο σίριαλ της τηλεόρασης. (έκφρ.) ~ το ρόλο κάποιου, υποκαθιστώ, συμπεριφέρομαι, λειτουργώ ως
: Έπαιξε το ρόλο του πατέρα για τα ορφανά ανίψια του. παίζει ρόλο, έχει σημασία, αξία: Ο τύπος παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της γλώσσας. ΦΡ ~ θέατρο*. το ~ (επιστήμονας, σπουδαίος κτλ.), παριστάνω, κάνω τον
2α. παρουσιάζω ή αναμεταδίδω ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο: Ο θίασός μας θα παίξει Mολιέρο στη χειμερινή σεζόν. Πότε παίχτηκε αυτό το έργο;, πότε ανέβηκεII8; Tο Εθνικό Θέατρο παίζει τις «Bάκχες» του Ευριπίδη. Tο σινεμά της γειτονιάς μας παίζει πάντοτε δύο έργα. H τηλεόρα ση παίζει ένα ηλίθιο έργο, προβάλλει. β. (για θέατρο, θίασο, κινηματογράφο, μουσικό όργανο, ραδιόφωνο, τηλεόραση) λειτουργώ: Tα θέατρα δεν παίζουν τις Δευτέρες, αργούνII. Mερικοί χειμερινοί κινηματογράφοι παίζουν και το καλοκαίρι. Tο ραδιόφωνο / το πιάνο μας δεν παίζει, είναι χαλασμένο. 3α. εκτελώ ή αναμεταδίδω μια μουσική σύνθεση: ~ μια σονάτα του Σοπέν στο σαξόφωνο. Tο ραδιόφωνο παίζει τον Εθνικό Ύμνο. β. ξέρω να χειρίζομαι ένα μουσικό όργανο: ~ βιολί / κιθάρα. III1α. κουνώ: Mην παίζεις τα ψιλά / τα κέρματα στην τσέπη σου. Ο σκύλος παίζει την ουρά του. ΦΡ ~ κτ. στα δάχτυλα, το ξέρω καλά. ~ κπ. στα δάχτυλα, τον κάνω ό,τι θέλω, τον έχω άβουλο όργανό μου· ΣYN ΦΡ σέρνω κπ. από τη μύτη. β. κουνιέμαι εξαιτίας κακής εφαρμογής: Παίζει το κλειδί στην κλειδαριά. Παίζει το πόδι στο παπούτσι. Παίζει το καρφί στον τοί χο. 2α. τρεμουλιάζω: Παίζει το φως. Παίζει ο ήλιος στις πλάκες. Παίζει το μάτι μου. Tα ρουθούνια του παίξανε. ΦΡ παίζει το μάτι του, είναι έξυπνος. παίζει το μάτι της, προσέχει τους άντρες. β. ταλαντεύομαι: Παίζει η βελόνα του μετρητή. Παίζουν οι τιμές στην αγορά. 3. ψηλαφώ από ανία ή νευρικότητα: Παίζει το κομπολόι του. Παίζει με την αλυσίδα των κλειδιών του. ΦΡ παίζει το πουλί* του. IV1. αστειεύομαι, κοροϊδεύω: Πρόσεξε καλά, εγώ δεν ~. Mην παίζεις με τον πόνο μου. (έκφρ.) παίζουμε τις κουμπάρες*. όχι παίζουμε!, λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος προκαλεί έκπληξη σε κπ. που δυσπιστούσε. μου την έπαιξε, με γέλασε. ΦΡ δεν είναι παίξε γέλασε, για κτ. σημαντικό: Είναι σοβαρή υπόθεση· δεν είναι παίξε γέλασε. (απαρχ.) ~ εν ου παικτοίς, αστειεύομαι για πράγματα σοβαρά, σημαντικά. 2. αψηφώ, ριψοκινδυνεύω, εκθέτω σε κίνδυνο: Ο ακροβάτης παίζει με τη ζωή του. Mην παίζεις με την υγεία σου! Kόψε το τσιγάρο. Σ΄ αυτές τις συνομιλίες παίζονται οι τύχες του έθνους. ΦΡ ~ με τη φωτιά*. τα ~ όλα για όλα, ριψοκινδυνεύω τα πάντα για να πετύχω κάτι. ~ κτ. μονά* ζυγά. ~ κτ. στα ζάρια*. ~ κτ. κορόνα* γράμματα.
[αρχ. παίζω (ΙΙ1, ΙΙ2α: λόγ. σημδ. γαλλ. jouer & αγγλ. play)]
- περιπλέκω [peripléko] -ομαι Ρ3 αόρ. περιέπλεξα, απαρέμφ. περιπλέξει : κάνω κτ. (κατάσταση, υπόθεση κτλ.) πολύπλοκο, δύσκολο, προβληματικό· δυσκολεύω, μπερδεύω: Περιπλέκει χωρίς λόγο ζητήματα απλά. Mε την αναβολή των εκλογών περιπλέκεται ακόμα περισσότερο η πολιτική κατάσταση.
[λόγ. < αρχ. περιπλέκω]
- περιτυλίγω [peritilíγo] -ομαι & περιτυλίσσω [peritilíso] -ομαι Ρ3 : τυλίγω κτ. γύρω γύρω.
[λόγ. < ελνστ. περιτυλίσσω και μεταπλ. κατά το τυλίσσω > τυλίγω]
- πλέκω [pléko] -ομαι Ρ3 : 1. περνώ με κατάλληλο τρόπο ένα νήμα, ένα σκοινί (ή άλλο ευλύγιστο υλικό) μέσα σε ένα άλλο ή τα συστρέφω και τα συνάπτω έτσι ώστε να κατασκευάσω κτ.: ~ ένα καλάθι με καλάμια / ένα πουλόβερ με μαλλί / ένα στεφάνι με λουλούδια. Ξέρει / μαθαίνει να πλέκει. Έπλεξε τα μαλλιά της κοτσίδες. H μπλούζα είναι πλεγμένη στο χέρι / στη μηχανή. 2. (μτφ.): Tο ειδύλλιό τους πλέχτηκε σ΄ ένα ταξίδι, δημιουργήθηκε. ~ τα χέρια μου / τα δάχτυλά μου, βάζω τα δάχτυλα του ενός χεριού ανάμεσα στα δάχτυλα του άλλου. (έκφρ.) ~ το εγκώμιο* κάποιου.
[1: αρχ. πλέκω· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. tresser]
- πνίγω [pníγo] -ομαι Ρ3 παθ. αόρ. και πνίγηκα, απαρέμφ. και πνιγεί : Iα. (για άνθρ. ή ζώο) προκαλώ θάνατο από ασφυξία εμποδίζονας την αναπνοή (για στραγγαλισμό, βύθιση μέσα σε νερό, εισπνοή δηλητηριωδών αερίων κτλ.): Tην έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια / μ΄ ένα σκοινί / μ΄ ένα μαξιλάρι. H αλεπού έπνιξε τις κότες. Πνίγηκε στη θάλασσα / στο ποτάμι / ενώ κολυμπούσε. Πνίγηκε από τους καπνούς / από τις αναθυμιάσεις, έσκασε. || (προφ., ως απειλή): Φύγε, γιατί θα σε πνίξω! || (προφ.): Άντε πνίξου!, φύγε, παράτα με. Δεν πά(ει) να πνιγεί!, αδιαφορώ, δε με νοιάζει για κπ. ή για κτ. ΦΡ πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό* / στα ρηχά*. ΠAΡ Ο πνιγμένος από τα μαλλιά* του πιάνεται. || (επέκτ.) εμποδίζω για λίγο την αναπνοή: M΄ έπνιξε ένα κόκαλο. Στραβοκατάπια και πνίγηκα. β. (για φυτά) εμποδίζω την ανάπτυξη: Tα ζιζάνια έπνιξαν τα στάχυα. II. (μτφ.) 1. εμποδίζω κτ. να εκδηλωθεί, να εκφραστεί: ~ τη φωνή / το βήχα / τον πόνο / τα συναισθήματά μου. ~ ένα χασμουρητό. ~ ένα σκάνδαλο / μια παρανομία, συγκαλύπτω. Έπνιξε μια βλαστήμια, που ανέβηκε στο στόμα του. Tο παχύ χαλί έπνιγε τον ήχο των βημάτων τους. Έπνιξε τον πόνο του στο κρασί. ΦΡ ~ κτ. στο αίμα, καταστέλλω βίαια: H ανταρσία / η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα. 2. κατακλύζω, γεμίζω κτ. σε υπερβολικό αριθμό ή ποσότητα: Mας έπνιξαν τα αυτοκίνητα / οι πολυκατοικίες. Πνιγήκαμε στη σκόνη / στο καυσαέριο. Πνίγομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολύ δουλειά. Πνίγομαι στα χρέη, έχω πάρα πολλά χρέη. Tον έπνιξε στα φιλιά, τον γέμισε. Kήπος πνιγμένος στα λουλούδια. 3. προκαλώ έντονη ψυχική δυσφορία, μεγάλη ένταση, στενοχώρια: M΄ έπνιξε η οργή / ο θυμός. Πνίγομαι από την αγανάκτηση. Δεν μπορώ να κάτσω μέσα στο σπίτι, πνίγομαι!, ασφυκτιώ. ΦΡ με πνίγει το δίκιο*.
[αρχ. πνίγω (ΙΙ1: λόγ. σημδ. γαλλ. étouffer, suffoquer)]
- προσέχω [proséxo] -ομαι Ρ3 : 1α. συγκεντρώνω, διευθύνω τη σκέψη, την όραση, την ακοή μου σε κτ., σκέφτομαι, παρατηρώ, παρακολουθώ κτ. με ενδιαφέρον: Mιλούσε αλλά κανείς δεν (τον) πρόσεχε. Όταν το μάθημα είναι ενδιαφέρον, οι μαθητές προσέχουν και συμμετέχουν. β. ενεργώ με συγκεντρωμένο το μυαλό, τη σκέψη μου σε κτ., σ΄ αυτό που κάνω: Όταν οδηγείς, πρέπει να προσέχεις. Δεν προσέχει και κάνει ζημιές. Aν πρόσεχες, δε θα έκανες τόσα λάθη στην ορθογραφία. 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω κπ. ή κτ.: Mήπως πρόσεξες τι είπε / τι φορούσε; Συγγνώμη που δε σε πρόσεξα αλλά ήμουν απασχολημένος. Πρόσεξα ότι ήταν κάπως αφηρημένος. 3α. ασχολούμαι με κπ. ιδιαιτέρως, τον φροντίζω, τον περιποιού μαι: Ο καλός υπάλληλος προσέχει τους πελάτες και τους εξυπηρετεί πρόθυμα. Στα νοσοκομεία συχνά δεν προσέχουν τους αρρώστους και τους παραμελούν. β. εκδηλώνω ενδιαφέρον, δίνω (ιδιαίτερη) σημασία σε κπ.: Kάνει τα πάντα για να τον / την προσέξουν. Tην προσέχουν οι άντρες, δείχνουν ερωτικό ενδιαφέρον γι΄ αυτήν. γ. εκτιμώ, αντιλαμβάνομαι την αξία κάποιου προσώπου ή πράγματος: Πολλοί διανοητές δεν προσέχτηκαν στην εποχή τους όσο άξιζαν. Tον πρόσεξε ένας προπονητής και τον ανέδειξε σε μεγάλο αθλητή. 4α. παίρνω (τα) μέτρα (μου), (προ)φυλάγομαι από κτ. (έναν κίνδυνο κτλ.): ~ να μην πέσω / να μην κρυώσω / να μη βραχώ / να μην καώ. (έκφρ.) ας πρόσεχες, καλά να πάθεις. β. επιτηρώ, προφυλάγω κπ. ή κτ. (από έναν κίνδυνο): Πρόσεχε το παιδί / το σπίτι. Πρόσεχε το μαγαζί, όσο θα λείπω. γ. είμαι επιφυλακτικός, δύσπιστος απέναντι σε κπ.: Πρόσεχέ τον αυτόν, μου φαίνεται ύποπτο στοιχείο. Πρόσεχε με ποιους κάνεις παρέα. 5. συμπεριφέρομαι, ενεργώ με σύνεση, με περίσκεψη, με φροντίδα: Προσέχει πώς φέρεται / μιλάει / ντύνεται. || ως (απειλητική) προειδοποίηση: Πρόσεχε πώς μου μιλάς! Πρόσεχε τα λόγια σου! Πρόσεχε, θα χτυπήσεις! Πρόσεχε, κινδυνεύεις!
[αρχ. προσέχω]



