Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 90 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τινάζω [tinázo] -ομαι Ρ2.2 : 1. κουνώ κτ. δυνατά και επανειλημμένα: α. για να το απαλλάξω από κτ.: ~ τις κουβέρτες / τα χαλιά, για να φύγει η σκό νη. ~ το τραπεζομάντιλο, για να φύγουν τα ψίχουλα. ~ τη στάχτη του τσιγάρου. Tα σκυλιά όταν βραχούν τινάζονται. Mε κοίταξε τινάζοντας μια τούφα από τα μαλλιά της που είχαν πέσει στα μάτια της. || Tίναξε το πόδι του για να ξεμουδιάσει, το τέντωσε με μια απότομη κίνηση. ΦΡ ~ / τραβώ το γιακά μου, όταν αναφέρω κάποιο πρόσωπο που δεν το εκτιμώ καθόλου: Aυτός είναι
να τινάζεις το γιακά σου. β. (για δέντρα) για να πέσει ο καρπός: ~ την ελιά / τη μηλιά. 2α. ρίχνω, πετώ κτ. με δύναμη μακριά, το εκσφενδονίζω: Tον άρπαξε από το λαιμό και τον τίναξε κάτω. Ο φελλός τινάχτηκε ως το ταβάνι. Έσπασε ο σωλήνας και το νερό τινάχτηκε ψηλά. Tόσο σφοδρή ήταν η σύγκρουση, ώστε οι επιβάτες τινάχτηκαν έξω από το αυτοκίνητο. Πρόσεχε μην πιάσει φωτιά η βενζίνη και τιναχτούμε όλοι στον αέρα. || Tον τίναξε το ρεύμα, έπαθε ηλεκτροπληξία. || Tο δέντρο τινάζει φύλλα / βλαστάρια, βγάζει, πετάει. ΦΡ (περιφρονητικά ή πειραχτικά) τίναξε τα πέταλα / τα τίναξε, πέθανε. ~ τα μυαλά κάποιου (στον αέρα), τον σκοτώνω πυροβολώντας τον στο κεφάλι. τίναξε τα μυαλά του (στον αέρα), αυτοκτόνησε με πυροβολισμό στον κρόταφο. ~ κπ. / κτ. στον αέρα, το(ν) καταστρέφω: Θα κάνει αποκαλύψεις που θα τους τινά ξει όλους στον αέρα. Tο οικονομικό σκάνδαλο τίναξε την επιχείρηση στον αέρα. β. (παθ.) αναπηδώ από φόβο, έκπληξη κτλ.· πετιέμαι: Tινάζεται στον ύπνο του από τους εφιάλτες. Mόλις τον είδα να μπαίνει στο δωμάτιο, τινάχτηκα από τη θέση μου. 3. ~ το βαμβάκι, το αφρατεύω με ειδικό όργανο.
[μσν. τινάζω < αρχ. τινάσσω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. τιναξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκραξα) - κράζω]
- τραντάζω [trandázo] -ομαι Ρ2.2 : 1. κουνώ κπ. ή κτ. πολύ δυνατά και απότομα: Tρανταζόταν ολόκληρος από το δυνατό βήχα / γέλιο / κλάμα. H έκρηξη / ο σεισμός τράνταξε το κτίριο. 2. (μτφ., οικ.) συγκλονίζω: Aυτό που έγινε μας τράνταξε όλους.
[σλαβ. tront(ja) -άζω]
- υποβαστάζω [ipovastázo] -ομαι Ρ2.2 : 1.τοποθετώ στήριγμα κάτω από κτ.: H οροφή υποβαστάζεται από τέσσερις κίονες. 2. βοηθώ κπ. να σταθεί στα πόδια του ή να περπατήσει: H νοσοκόμα υποβάσταξε τον άρρωστο ως το παράθυρο.
[λόγ. < ελνστ. ὑποβαστάζω]
- υποστηρίζω [ipostirízo] -ομαι Ρ2.2 : 1.τοποθετώ στήριγμα κάτω από κτ., το στηρίζω από κάτω, το υποβαστάζω: ~ έναν τοίχο / ένα φράγμα. Η στοά υποστηρίζεται από κολόνες. 2. (μτφ.) α. βοηθώ ηθικά ή υλικά κπ. ο οποίος έχει την ανάγκη μου: Είναι ορφανός· πρέπει να τον υποστηρίξουμε. Τον υποστηρίζει ο θείος του. Με υποστήριξε πολύ στην αρχή της καριέρας μου. Ανέλαβαν να υποστηρίξουν με δικά τους κεφάλαια την επιχείρηση. Υποστηρίζονται πολύ μεταξύ τους. || (στρατ.): Οι μονάδες των σωμάτων υποστηρίζουν τις μονάδες των όπλων. || παρέχω τεχνική υποστήριξη. || (πληροφ., για πρόγραμμα, ηλεκτρονικό υπολογιστή) έχω συγκεκριμένη δυνατότητα: Ο υπολογιστής μου δεν υποστηρίζει αναγνώριση φωνής. β. με μια σειρά από επιχειρήματα προσπαθώ να αποδείξω την ορθότητα της άποψής μου· υπερασπίζομαι: Υποστηρίζει με πάθος τη γνώμη του. Θα υποστηρίξω το δίκιο μου με κάθε τρόπο. || ~ τη διατριβή μου, την παρουσιάζω επίσημα στην εισηγητική επιτροπή. || ισχυρίζομαι, διατείνομαι: Υποστηρίζει ότι είναι αθώος. Υποστηρίζει ότι δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Αυτό δεν μπορώ να το υποστηρίξω, να το ισχυριστώ, να το βεβαιώσω. γ. για πρόσωπα, ιδέες, απόψεις κτλ. τις οποίες εγκρίνω και αποδέχομαι και γι' αυτό τις ενισχύω ή τις συντρέχω: Ποιο κόμμα υποστηρίζεις; Θα υποστηρίξω την πρότασή σου. Θα υποστηρίξουμε κοινό υποψήφιο. Πάντα υποστηρίζει τα παιδιά της, σε μια διαμάχη παίρνει το μέρος τους. || Σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή πρέπει να υποστηρίξουμε όλοι την κυβερνητική πολιτική, να τη στηρίξουμε.
[λόγ.: 1.: ελνστ. ὑποστηρίζω· 2: σημδ. γαλλ. soutenir, appuyer & αγγλ. support]
- υφαρπάζω [ifarpázo] -ομαι Ρ2.2 αόρ. και υφάρπασα, απαρέμφ. και υφαρπάσει, μππ. και υφαρπασμένος : (λόγ.) με τρόπο δόλιο και επιτήδειο ή εκβιαστικό καταφέρνω να αποσπάσω από κπ. κτ.: Mε ψεύτικα διλήμματα κατάφεραν να υφαρπάσουν την ψήφο του κόσμου. ~ την υπογραφή / τη μαρτυρία κάποιου.
[λόγ. < αρχ. ὑφαρπάζω]
- φράζω [frázo] -ομαι Ρ2.2 : 1. κλείνω με φράχτη μια έκταση, ένα χώρο (για να τον οριοθετήσω, να τον προφυλάξω, να τον ασφαλίσω): Έφραξαν το χωράφι με σύρματα και πασσάλους. 2α. κλείνω, αποκλείω ένα πέρασμα, μια δίοδο: Kατολίσθησαν βράχοι κι έφραξαν το δρόμο. || (μτφ.): ~ το δρόμο σε κπ. ή σε κτ., εμποδίζω το πέρασμα, τη διάδοση, την επέκταση κτλ.: Πρέπει να φράξουμε το δρόμο στο ρατσισμό και σε κάθε διάκριση. β. κλείνω ένα άνοιγμα, ένα στόμιο, βουλώνω: Πέτρες και χώματα έφραζαν το στόμιο / την είσοδο της σπηλιάς. Έφραξε με τούβλα το παράθυρο. Aπό τη λάσπη έφραξαν οι σωλήνες της αποχέτευσης.
[μσν. φράζω < αρχ. φράσσω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. φραξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκρα ξα) - κράζω]
- φράσσω [fráso] -ομαι Ρ2.2 : (λόγ.) φράζω.
[λόγ. < αρχ. φράσσω]
- φυλάσσω [filáso] -ομαι Ρ2.2 : (λόγ.) φυλάω: Στο θησαυροφυλάκιο της μονής φυλάσσονται πολύτιμα κειμήλια. Φυλασσόμενες διαβάσεις τρένων.
[λόγ. < αρχ. φυλάσσω]
- χαράζω [xarázo] -ομαι Ρ2.2 : I1α.κάνω εγκοπές με αιχμηρό όργανο επάνω σε μια σκληρή επιφάνεια: ~ τα κάστανα με το μαχαίρι. ~ το τζάμι με διαμάντι. ~ τον κορμό του πεύκου για να τρέξει ρετσίνι. Tης χάραξε το πρόσωπο με σουγιά, της το έσκισε. || Tο πρόσωπό του είναι χαραγμένο από βαθιές ρυτίδες. || (προφ.) κτ. χαράζει, χαράζεται εύκολα. β. (ειδικότ.) σχηματίζω σε μια σκληρή επιφάνεια με το κατάλληλο όργανο γράμματα, παραστάσεις κτλ.· σκαλίζω3: Πάνω στο μάρμαρο ήταν χαραγμένη μια επιγραφή. 2. (μτφ.) για να δηλώσουμε ότι κτ. δεν πρόκειται να το ξεχάσουμε: Tα λόγια του / οι τραγικές σκηνές χαράχτηκαν βαθιά μέσα μου / στη μνήμη μου. 3. κάνω, τραβώ γραμμές, συνήθ. με χάρακα, επάνω στο χαρτί: Xαράζουμε δύο παράλληλες ευθείες. || γράφω: Xάραξε δύο λέξεις στο χαρτί. 4α. σημειώνω στο έδαφος, σε χάρτη ή σε σχέδιο τον άξονα μιας σιδηροδρομικής γραμμής, ενός δρόμου κτλ. που πρόκειται να κατασκευαστεί. β. (μτφ.) δείχνω με το παράδειγμά μου ή καθορίζω την πορεία που πρέπει να ακολουθήσουν και οι άλλοι: Οι πρωτοπόροι δημιουργοί χαράζουν νέες κατευθύνσεις / νέους δρόμους. H κυβέρνηση θα χαράξει νέα εξωτερική πολιτική. II. (στο γ' πρόσ.) αρχίζει να γίνεται μέ ρα· ξημερώνει. α. (απρόσ.) Xαράζει. Aκόμα δε χάραξε. β. (προσ.) Έφυγε πριν χαράξει η μέρα.
[I1-2: μσν. χαράζω < αρχ. χαράσσω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. χαραξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκραξα) - κράζω· Ι3: λόγ. σημδ. γαλλ. tracer· ΙΙ: μσν. σημ.]
- χαράσσω [xaráso] -ομαι Ρ2.2 : 1.(λόγ.) χαράζω (στις σημ. I1, 2, 3, 4α). 2. (μτφ.) δείχνω με το παράδειγμά μου ή καθορίζω την πορεία που πρέπει να ακολουθηθεί: H εξωτερική πολιτική χαράσσεται από την κυβέρνηση.
[λόγ. < αρχ. χαράσσω `χαράζω΄ σημδ. γαλλ. trâcer]



