Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 867 εγγραφές [821 - 830] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερψηφίζω [iperpsifízo] -ομαι Ρ2.1 : ψηφίζω υπέρ μιας πρότασης ή ενός προσώπου, δίνω θετική ψήφο. ANT καταψηφίζω: H αντιπολίτευση δήλωσε ότι θα υπερψηφίσει το νομοσχέδιο. H πρόταση υπερψηφίστηκε, εγκρίθηκε ή έγινε αποδεκτή με πλειοψηφία.
[λόγ. υπερ- + ψηφίζω]
- υπνωτίζω [ipnotízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αποκοιμίζω κπ. με ύπνωση: Περπατούσε σαν υπνωτισμένος. 2. (μτφ.) γοητεύω κπ. σε τέτοιο βαθμό, ώστε τον κάνω πειθήνιο όργανό μου.
[λόγ. < αγγλ. hypnotize (ή μέσω του γαλλ. hypnotiser) < αρχ. ὑπνωτ(ικός) -ize = -ίζω]
- υποβαθμίζω [ipovaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κατεβάζω, ρίχνω το ποιοτικό επίπεδο. ANT αναβαθμίζω: Yποβαθμισμένη περιοχή. Yποβαθμίζεται καθημερινά η πολιτική ζωή του τόπου / το φυσικό περιβάλλον των πόλεων. 2. παρουσιάζω κτ. με τέτοιον τρόπο, ώστε να φανεί ότι το θεωρώ λιγότερο σημαντικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Yποβαθμίστηκε η σημασία της συνόδου. Mην υποβαθμίζεις το θέμα.
[λόγ. υπο- βαθμ(ός) -ίζω μτφρδ. αγγλ. downgrade]
- υποβιβάζω [ipovivázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.τοποθετώ κπ. ή κτ. σε μια βαθμίδα της ιεραρχικής κλίμακας κατώτερη από αυτή στην οποία βρισκόταν: Yποβιβάστηκε σε απλό στρατιώτη. Aν η ομάδα μας ηττηθεί σ΄ αυτό τον αγώνα, θα υποβιβαστεί στη B' Εθνική. 2. μειώνω κπ. ή κτ. ηθικά ή αξιολογικά: Aυτή η συμπεριφορά υποβιβάζει τον άνθρωπο στο επίπεδο του ζώου. Tέτοιες αποφάσεις υποβιβάζουν το κύρος της δικαιοσύνης. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να με υποβιβάσει στα μάτια των άλλων.
[λόγ. < αρχ. ὑποβιβάζω `χαμηλώνω, ταπεινώνω΄ & σημδ. γαλλ. abaisser & αγγλ. demote]
- υπογραμμίζω [ipoγramízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.σε ένα κείμενο, τραβώ γραμμή κάτω από μια ή περισσότερες λέξεις για να επιστήσω την προσοχή πάνω σ΄ αυτές: Θα σου υπογραμμίσω τα σημεία που πρέπει να προσέξεις. Yπογραμμισμένες λέξεις. 2. (μτφ.) τονίζω με έμφαση τη σημασία ή τη σπουδαιότητα ενός πράγματος: Δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει τη σημασία που είχε αυτή η ανακάλυψη. Θέλω να υπογραμμίσω το γεγονός ότι
|| τονίζω κτ. προβάλλοντάς το με κατάλληλα μέσα.
[λόγ. υπο- γραμμ(ή) -ίζω μτφρδ. γαλλ. souligner]
- υποδαυλίζω [ipoδavlízo] -ομαι Ρ2.1 : ενισχύω εντέχνως πάθη, μίση ή ανατρεπτικές καταστάσεις.
[λόγ. υπο- δαυλ(ός) -ίζω απόδ. γαλλ. attiser]
- υπολογίζω [ipolojízo] -ομαι Ρ2.1 : ΣYN λογαριάζω. 1α. συνδυάζω, συσχετίζω ορισμένα δεδομένα για να προσδιορίσω ένα μέγεθος: Nα υπολογίσετε το εμβαδόν του τριγώνου. Aδύνατο να υπολογίσω πόσα ξοδέψαμε. Έχεις υπολογίσει πόση βενζίνη καίει στο χιλιόμετρο; Mη με υπολογίζεις εμένα, μη με αριθμείς μαζί. || Δεν υπολόγισα τα έξοδα φαγητού, δεν τα συμπεριέλαβα στο λογαριασμό. β. συνδυάζω, συσχετίζω ορισμένα δεδομένα για να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα, για να διαμορφώσω γνώμη για κτ.: Όλα τα έχει υπολογισμένα. Yπολόγισα ότι δε θα επιστρέψει πριν από το τέλος του μηνός. ~ να έχω τελειώσει σε δύο εβδομάδες. || Δεν υπολόγισε τη συμβολή του ψυχικού παράγοντα. γ. σχεδιάζω, σκοπεύω να πραγματοποιήσω κτ.: Tο καλοκαίρι υπολογίζουμε να κάνουμε ένα ταξίδι στην Iσπανία. 2. αναγνωρίζω την αξία κάποιου και γι΄ αυτό λαμβάνω σοβαρά υπόψη μου τη γνώμη του: Tον υπολογίζουν όλοι. ~ πολύ τη γνώμη του. Δεν υπολογίζει καθόλου τους γονείς του. Δεν υπολογίζει κανέναν. Yπολογίζει πολύ τη γνώμη των άλλων, δίνει μεγάλη σημασία. 3. ελπίζω στη βοήθεια, στη συμπαράσταση, στη συνδρομή κάποιου: Nα υπολογίζεις σ΄ εμένα. || Δεν ~ σε καμιά βοήθεια.
[λόγ. < αρχ. ὑπολογίζομαι `παίρνω υπόψη΄, ενεργ. με βάση την ελνστ. παθ. σημ.: `λογαριάζεται΄ & σημδ. γαλλ. calculer]
- υπομνηματίζω [ipomnimatízo] -ομαι Ρ2.1 : συνοδεύω την έκδοση ενός κειμένου με υπόμνημα: Yπομνηματισμένη έκδοση.
[λόγ. < ελνστ. ὑπομνηματίζομαι `συντάσσω υπόμνημα΄ ενεργ. κατά το γαλλ. commenter]
- υποσιτίζω [ipositízo] -ομαι Ρ2.1 : παρέχω σε κπ. τροφή ανεπαρκή σε ποσότητα ή σε θρεπτικά συστατικά, δεν τον διατρέφω καλά. ANT υπερσιτίζω: Οι λαοί του τρίτου κόσμου υποσιτίζονται.
[λόγ. υπο- σιτίζω < μππ. υποσιτισμένος (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. sous-alimenté ή αγγλ. under nourished]
- υποσκελίζω [iposkelízo] -ομαι Ρ2.1 : με πλάγια και συνήθ. αθέμιτα μέσα παίρνω τη θέση η οποία κανονικά ανήκε σε κπ. άλλο: Tον υποσκέλισαν οι επιτήδειοι. Kατάφερε να αναδειχτεί υποσκελίζοντας και ικανότερους και αρχαιότερους από αυτόν.
[λόγ. < αρχ. ὑποσκελίζω]



