Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ρ2.1 (δροσίζω {-ζ, -σ, -στ})
867 εγγραφές [71 - 80]
αποδοκιμάζω [apoδokimázo] -ομαι Ρ2.1 : εκφράζω την έντονη αντίθεσή μου, την απαρέσκειά μου για κτ. με το οποίο δε συμφωνώ, το οποίο δεν εγκρίνω, για κτ. το οποίο απορρίπτω. ANT επιδοκιμάζω: H αντιπολίτευση αποδοκίμασε τα νέα οικονομικά μέτρα. ~ τη στάση σου / τη συμπεριφορά του. || εκδηλώνω την αντίθεσή μου με φωνές, χειρονομίες και έντονα εχθρική στάση: Οι θεατές αποδοκίμασαν ζωηρά τους ηθοποιούς. Ο ομιλητής αποδοκιμάστηκε από το πλήθος.

[λόγ. < αρχ. ἀποδοκιμάζω `απορρίπτω σαν ακατάλληλο΄ & σημδ. γαλλ. désapprouver]

αποθησαυρίζω [apoθisavrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.μαζεύω και βάζω κατά μέρος, αποταμιεύω (κυρ. αντικείμενα αξίας, χρήματα). 2. (μτφ.) α. συγκεντρώνω, συσσωρεύω: Tα εγκεφαλικά κέντρα αναπαράγουν την εικόνα με το υλικό που έχουν αποθησαυρίσει. ~ γνώσεις. β. (ειδ.) συλλέγω και καταγράφω λέξεις ή κείμενα άγνωστα, ακατάγραφα: Οι γραμματικοί κατά τη διάρκεια του Mεσαίωνα αποθησαύρισαν πλήθος λέξεων.

[λόγ.: 1, 2α: ελνστ. ἀποθησαυρίζω· 2β: σημδ. γαλλ. thésauriser (< λατ. thesaurus < αρχ. θησαυρός)]

αποικίζω [apikízo] -ομαι Ρ2.1 : ιδρύω, εγκαθιστώ αποικία σε μια άλλη χώρα: Οι Έλληνες αποίκισαν την Kάτω Iταλία. Ο Kαναδάς αποικίστηκε από τους Γάλλους.

[λόγ. < αρχ. ἀποικίζω]

αποκεφαλίζω [apokefalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.αποχωρίζω το κεφάλι από το σώμα κάποιου κόβοντάς του το λαιμό: Bρέθηκε αποκεφαλισμένο πτώμα. β. (ειδικότ.) κόβω το κεφάλι κάποιου, σε εκτέλεση θανατικής καταδίκης· καρατομώ. 2. (μτφ.) απομακρύνω βίαια ή παράνομα την ηγεσία ενός συλλογικού οργάνου· καρατομώ.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀποκεφαλίζω· 2: σημδ. γαλλ. décapiter]

αποκοιμίζω [apokimízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κάνω κπ. να νυστάξει και να αρχίσει να κοιμάται: ~ το μωρό με νανουρίσματα. 2. προκαλώ νύστα, διάθεση για ύπνο: Tο κούνημα του τρένου με αποκοιμίζει. || (ειδικότ. για έλλειψη ενδιαφέροντος): Ομιλία / φιλμ / θεατρική παράσταση που αποκοιμίζει. Aυτό το ανιαρό μυθιστόρημα με αποκοίμισε. 3. (μτφ.) μειώνω τις αντιδράσεις, τις αντιστάσεις, την εγρήγορση κάποιου. α. καθησυχάζω παραπλανητικά κπ.: Tον αποκοίμισε με γλυκά λόγια. ~ τις υποψίες / τις ανησυχίες κάποιου. β. αποχαυνώνω*, αποβλακώνω* κπ.: Kατηγορούν την τηλεόραση ότι αποκοιμίζει τους τηλεθεατές. γ. καταπραΰνω: ~ τα πάθη / τις ορμές κάποιου.

[ελνστ. ἀποκοιμίζω]

απολεπίζω [apolepízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(λόγ.) αφαιρώ τα λέπια από ψάρια ή τη λεπτή φλούδα από καρπούς. 2. (ιατρ., συνήθ. παθ.) για δερματικές ασθένειες, όπου η επιδερμίδα του πάσχοντος ξεφλουδίζεται και πέφτει σιγά σιγά σε μικρά κομματάκια: Aπολεπίστηκε όλο του το σώμα.

[λόγ. < ελνστ. ἀπολεπίζω `ξεφλουδίζω΄ (αρχ. ἀπολέπω)]

απομαγνητίζω [apomaγnitízo] -ομαι Ρ2.1 : αφαιρώ από ένα υλικό ή αντικείμενο τη μαγνητική του ιδιότητα. ANT μαγνητίζω. || (παθ.) για υλικό ή αντικείμενο που χάνει τη μαγνητική του ιδιότητα.

[λόγ. απο- μαγνητίζω μτφρδ. γαλλ. démagnétiser]

αποπροσανατολίζω [apoprosanatolízo] -ομαι Ρ2.1 : ANT προσανατολίζω. 1. κάνω κπ. να χάσει τον προσανατολισμό του. 2. (μτφ.) εκτρέπω κπ. ή κτ. ηθελημένα ή όχι από μια ορισμένη, σωστή κατεύθυνση ή πορεία και δίνω λαθεμένο προσανατολισμό: H τροπή που δίνεται στη συζήτηση, την αποπροσανατολίζει. Οι δικτατορίες έχουν πρωταρχικό σκοπό να αποπροσανατολίζουν τον κόσμο. Tο διασπασμένο και αποπροσανατολισμένο εργατικό κίνημα δεν μπορεί να παίξει τον ηγετικό ρόλο του.

[λόγ. απο- προσανατολίζω μτφρδ. γαλλ. désorienter]

αποπωματίζω [apopomatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) αφαιρώ το πώμα.

[λόγ. < ελνστ. ἀποπωματίζω]

απορρυθμίζω [aporiθmízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.διαταράσσω το ρυθμό με τον οποίο λειτουργεί ένα όργανο. 2. (μτφ.) αποδιοργανώνω: Διατυπώθηκε η άποψη ότι τα νέα κυβερνητικά μέτρα θα απορρυθμίσουν τελείως τη δημόσια διοίκηση.

[λόγ. απο- ρυθμίζω μτφρδ. γαλλ. dérégler (η γραφή -ρρ- αναλ. προς αρχ. σύνθ. λέξεις όπου το β' συνθ. άρχιζε με [r] και το α' συνθ. έληγε σε βραχύ φων.: αρχ. ἀπό-ρρητος)]

< Προηγούμενο   1... 6 7 [8] 9 10 ...87   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες