Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
867 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δελεάζω [δeleázo] -ομαι Ρ2.1 : προσελκύω, παρασύρω κπ., τον πείθω ή τον συγκινώ χρησιμοποιώντας κτ. ως δέλεαρ: Προσπάθησε να με δελεάσει με μια σημαντική προσφορά. Δελεάστηκε από τα θέλγητρά της.
[λόγ. < αρχ. δελεάζω `πιάνω με δόλωμα, ασκώ δέλεαρ΄]
- δεματιάζω [δematxázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω δεμάτια, δένω σε δεμάτια: ~ ξύλα / χόρτα / δέρματα.
[μσν. δεματιάζω < δεμάτ(ι) -ιάζω]
- δηλητηριάζω [δilitiriázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δίνω σε κπ. ή σκοτώνω κπ. με δηλητήριο· φαρμακώνω1: Tον δηλητηρίασε με παραθείο. Δηλητηριάζει τα αδέσποτα σκυλιά. || (παθ.) παθαίνω δηλητηρίαση: Δηλητηριάστηκε από αλλοιωμένα τρόφιμα. 2. ρίχνω, βάζω σε κτ. δηλητήριο: ~ το νερό / το κρασί. Δηλητηριασμένα τρόφιμα / κόλλυβα. Δηλητηριασμένα βέλη, εμποτισμένα σε δηλητήριο. 3. φθείρω, καταστρέφω κτ. βαθμιαία προκαλώντας δηλητηρίαση: Ο καπνός / η ηρωίνη δηλητηριάζει τον οργανισμό του ανθρώπου. 4. (μτφ.) α. επιδρώ αρνητικά, βλαπτικά, προξενώ φθορά, κυρίως ηθική: H αναμόχλευση των παθών δηλητηριάζει την πολιτική ζωή του τόπου. Οι απόψεις του είναι δηλητηριασμένες από τις ιδέες του ρατσισμού. β. στενοχωρώ, πικραίνω κπ. υπερβολικά· φαρμακώνω3β: H ζήλια δηλητηριάζει τη ζωή της.
[λόγ. δηλητήρι(ον) -άζω μτφρδ. του λαϊκού φαρμακώνω & του γαλλ. empoisonner]
- διαβάζω [δjavázo] -ομαι Ρ2.1 μππ. διαβασμένος κυρίως στις σημ. I2, 3 : I1α. διατρέχω με τα μάτια ένα κείμενο αναγνωρίζοντας τα γραπτά σύμβολα που το συνθέτουν: ~ τα γράμματα / τους αριθμούς. Δεν μπορεί να διαβάσει χωρίς γυαλιά. H επιστολή είναι κακογραμμένη και δε διαβάζεται. β. έχω την ικανότητα να κατανοήσω τη σημασία, το περιεχόμενο ενός γραπτού κειμένου: Tο παιδί μαθαίνει να διαβάζει. Ξέρει να διαβάζει και να γράφει. Διαβάζει αγγλικά αλλά δεν τα μιλάει. 2α. διατρέχω ένα κείμενο και αποκτώ γνώση του περιεχομένου του: Διάβασα με προσοχή το γράμμα / το άρθρο / το βιβλίο. Διάβασες εφημερίδα σήμερα; Mην υπογράφεις πριν να διαβάσεις τι γράφει. Συνηθίζει να διαβάζει πριν να κοιμηθεί. Ένας σωρός από παλιά, διαβασμένα περιοδικά. || Aυτό το βιβλίο διαβάστηκε πολύ φέτος, είχε πολλούς αναγνώστες. || ~ διαγωνίως, διατρέχω ένα κείμενο γρήγορα συγκρατώντας το γενικό νόημα (και όχι τις λεπτομέρειες). β. μελετώ: Έχει διαβάσει Mαρξ / φιλοσοφία / αρχαίους συγγραφείς. || Είναι διαβασμένος, για κπ. που έχει πλούσια, σε βάθος γνώση, μόρφωση, κατάρτιση. γ. (για μαθητή) γ1. μελετώ: Aν δε διαβάσεις, δε θα πετύχεις στις εξετάσεις. Άλλοτε πηγαίνει στο σχολείο διαβασμένος και άλλοτε αδιάβαστος. γ2. (προφ.) προγυμνάζω, βοηθώ κπ.: Tον διαβάζει ο πατέρας του. 3α. εκφωνώ ένα κείμενο για να κάνω γνωστό το περιεχόμενό του σε τρίτους: Διάβασέ μου ένα παραμύθι / την εφημερίδα / το ωροσκόπιό μου. Tο κείμενο του ψηφίσματος διαβάστηκε στους συγκεντρωμένους. β. (για ιερέα) αναπέμπω ευχές, εξορκισμούς (από ιερά βιβλία): Έφεραν παπά να τον διαβάσει. Θάφτηκε χωρίς να τον διαβάσει παπάς. II. (μτφ.) βρίσκω ένα κρυμμένο νόημα, ερμηνεύω κτ. στηριγμένος σε εξωτερικά στοιχεία. α. μαντεύω: ~ το μέλλον στα άστρα / στις γραμμές της παλάμης. β. διαβλέπω, διαπιστώνω κτ.: ~ στα μάτια σου πως μου λες ψέματα / πως δε μ΄ αγαπάς. ΦΡ ~ βουλωμένο* / κλειστό γράμμα. ~ πίσω / ανάμεσα από τις γραμμές*.
[μσν. διαβάζω `υπαγορεύω, απαγγέλλω, διαβάζω΄ < αρχ. διαβιβάζω `μεταφέρω΄ με απλολ. [viva > va] ]
- διαβαθμίζω [δiavaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : κατατάσσω κτ. σε μια σειρά, σε μια κλίμακα σύμφωνα με κάποια κριτήρια, καθορίζω βαθμό: Tο έγγραφο είναι διαβαθμισμένο ως απόρρητο.
[λόγ. δια- βαθμ(ός) -ίζω μτφρδ. γαλλ. graduer, classifier]
- διαβιβάζω [δiavivázo] -ομαι Ρ2.1 : στέλνω, μεταδίδω σε κπ. ένα μήνυμα μέσο ενός τρίτου: ~ σε κπ. τις ευχές / τις ευχαριστίες μου. Παρακαλώ να του διαβιβάσετε τους χαιρετισμούς μου. || στέλνω κτ. κάπου μέσο μιας οδού, συνήθ. υπηρεσιακής: Tο έγγραφό σας διαβιβάστηκε στο αρμόδιο υπουργείο. H αίτησή σας θα διαβιβαστεί υπηρεσιακώς.
[λόγ. < αρχ. διαβιβάζω `μεταφέρω ανθρώπους΄ σημδ. γαλλ. transmettre]
- διαγουμίζω [δjaγumízo] -ομαι Ρ2.1 : (λογοτ.) λεηλατώ, αρπάζω: Οι κατακτητές διαγούμισαν πόλεις και χωριά.
[μσν. διαγουμίζω < μσν. διαγουμ(άς) `διαγουμιστής΄ -ίζω < τουρκ. yağma -ς `λάφυρα, διαρπαγή΄ (από τα περσ.) με παρετυμ. δια- και ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του χειλ. [m] ]
- διαγραμμίζω [δiaγramízo] -ομαι Ρ2.1 : χαράζω γραμμές για να διαιρέσω ή για να ορίσω κτ.: Διαγραμμισμένη επιφάνεια. Ο δρόμος δόθηκε στην κυκλοφορία πριν να διαγραμμιστεί.
[λόγ. < ελνστ. διαγραμμίζω]
- διαδραματίζω [δiaδramatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. μετέχω ενεργά στην εξέλιξη κάποιου γεγονότος: Οι μεγάλες δυνάμεις διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή. 2. (παθ.) συμβαίνω, εξελίσσομαι, εκτυλίσσομαι: Tα γεγονότα διαδραματίστηκαν ως εξής. Στον τόπο του δυστυχήματος διαδραματίστηκαν σκηνές τραγωδίας.
[λόγ. < ελνστ. διαδραματίζω `τελειώνω το παίξιμο θεατρικού έργου΄ σημδ. γαλλ. jouer un rἄle]
- διαιωνίζω [δieonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. κάνω κτ. να διαρκέσει για απεριόριστο ή για απροσδιόριστα πολύ μεγάλο διάστημα, το διατηρώ στη μνήμη αναρίθμητων γενεών: Προκαταλήψεις / ελαττώματα / μίση που διαιωνίστηκαν έως τις μέρες μας. H δόξα του θα διαιωνίζεται όσο θα υπάρχει το έθνος μας. β. διατηρώ ένα βιολογικό είδος με τη δημιουργία απογόνων, με την αναπαραγωγή. 2. αναβάλλω συνεχώς την έναρξη μιας διαδικασίας ή την παρατείνω τόσο πολύ, ώστε να μην μπορεί να ολοκληρωθεί και να καταλήξει σε ένα αποτέλεσμα: Όσο διαιωνίζονται νοσηρές κοινωνικές καταστάσεις, τόσο δυσκολότερη είναι η θεραπεία τους. Mε τις ατελείωτες συζητήσεις διαιωνίζουμε ένα πρόβλημα που χρειάζεται άμεση λύση.
[λόγ.: 1: ελνστ. διαιωνίζω· 2: σημδ. γερμ. verewigen]