Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ρ11 (εγγυώμαι {, -ηθ})
15 εγγραφές [11 - 15]
θεώμαι [θeóme] Ρ11 αόρ. θεάθηκα, απαρέμφ. θεαθεί : I. (λόγ., μόνο στο ενεστ. θ., για αφηρ. ουσ.) βλέπω, παρατηρώ: Ο άνθρωπος θεάται το θείο με την ψυχή. II. (μόνο στο αορ. θ., για πρόσ., κυρ. ειρ. και πειραχτικά) με βλέπει κάποιος, γίνομαι αντιληπτός: Θεάθηκε να κυκλοφορεί με μία νεαρά, ενώ η γυναίκα του λείπει. Θεάθηκε σε νυχτερινό κέντρο.

[λόγ. < αρχ. θεῶμαι]

μυκώμαι [mikóme] Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) μουγκρίζω, συνήθ. για βοοειδή.

[λόγ. < αρχ. μυκῶμαι]

ορμώμαι [ormóme] Ρ11 : (λόγ.) 1. κατάγομαι: Εξ Aλεξανδρείας ορμώμενος. 2. ξεκινώ από κτ., το έχω ή το χρησιμοποιώ ως κίνητρο, αιτία ή αφορ μή: Aπό πού ορμώμενος έβγαλες αυτά τα συμπεράσματα;

[λόγ. < αρχ. ὁρμῶμαι, μέσο του ὁρμῶ]

προσκτώμαι [prosktóme] Ρ11 : (λόγ.) προσθέτω κτ. σε αυτά που ήδη έχω, και γενικότερα, αποκτώ κτ.

[λόγ. < αρχ. προσκτῶμαι]

τριτεγγυώμαι [tritengióme] Ρ11 : (νομ.) παρέχω τριτεγγύηση.

[λόγ. τριτ(ο)- + εγγυώμαι κατά τη σημ. της λ. τριτεγγύηση]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες