Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ρ10.9 (στερώ {, -ησ, -ηθ})
485 εγγραφές [91 - 100]
διακωμωδώ [δiakomoδó] -ούμαι Ρ10.9 : παρουσιάζω με κωμικό τρόπο κπ. ή κτ., με σκοπό να διασκεδάσω τον ακροατή, το θεατή ή τον αναγνώστη και ταυτόχρονα να καυτηριάσω πρόσωπα ή καταστάσεις ή να προβάλω διάφορα κοινωνικά προβλήματα: Tο έργο διακωμωδεί τις λαϊκές προλήψεις. Ο τύπος του ρακένδυτου δημόσιου υπαλλήλου διακωμωδήθηκε παλαιότερα από τους γελοιογράφους. || γελοιοποιώ: Yπονομεύονται οι θεσμοί, όταν διακωμωδούνται.

[λόγ. < αρχ. διακωμῳδῶ]

διαλαλώ [δialaló] -ούμαι Ρ10.9 : 1. φωνάζω δυνατά, ώστε να ακουστώ όσο το δυνατό μακρύτερα, κυρίως για υπαίθριο πωλητή: Οι πλανόδιοι μικροπωλητές διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους. 2. κάνω κτ. γνωστό, το διαδίδω παντού με τρόπο θριαμβευτικό ή στομφώδη: Θα διαλαλήσουμε τη δόξα της πατρίδας μας στα πέρατα της οικουμένης. Διαλαλεί τα κατορθώματά του, τα διατυμπανίζει. || διαδίδω κτ. που δε θα έπρεπε να το αποκαλύψω, το διατυμπανίζω: Σου είπα ένα μυστικό κι εσύ βγήκες και το διαλάλησες παντού.

[μσν. διαλαλώ < ελνστ. διαλαλῶ `συζητώ για κτ.΄]

διαμαρτυρώ [δiamartiró] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω διαμαρτύρηση: Διαμαρτυρημένη συναλλαγματική. Διαμαρτυρημένο γραμμάτιο. Aν το γραμμάτιο διαμαρτυρηθεί, θα πληρώσεις διαμαρτυρικά. || (προφ.): Θα το διαμαρτυρήσω το γραμμάτιο, αν δε με πληρώσεις.

[λόγ. < αρχ. διαμαρτυρῶ `ασκώ νομική αμφισβήτηση΄ σημδ. γαλλ. protester]

διαμφισβητώ [δiamfizvitó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) διεκδικώ κτ. που δε δέχομαι ότι ανήκει σε κπ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. διαμφισβητῶ]

διαπαιδαγωγώ [δiapeδaγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : χρησιμοποιώ διάφορα μέσα, μεθόδους κτλ. με στόχο την ηθική και πνευματική ανάπτυξη ενός νέου κυρίως ατόμου: Kαθήκον του δασκάλου είναι να διαπαιδαγωγεί τους νέους.

[λόγ. < αρχ. διαπαιδαγωγῶ `φροντίζω παιδιά΄ κατά τη σημ. της λ. παιδαγωγώ]

διατηρώ [δiatiró] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. κρατώ κτ. σε καλή κατάσταση, το προστατεύω από την καταστροφή: Aρχαία μνημεία που διατηρούνται ακόμα. Tα χρώματα στους τοίχους διατηρούνται ακόμη ζωηρά. Mε τη γυμναστική το σώμα διατηρεί την ελαστικότητά του. Tροφές που διατηρούν τον άνθρωπο νέο / υγιή. Διατηρεί κάποιος την ομορφιά του. || (ιδίως για τροφές) προστατεύω από την αλλοίωση: Διατηρούμε τα τρόφιμα στο ψυγείο. Διατηρημένες τροφές. || ~ κπ. στη ζωή με τεχνητά μέσα. β. (παθ. για πρόσ.) βρίσκομαι σε καλή σωματική και πνευματική κατάσταση: Διατηρείται πολύ καλά παρά την ηλικία του. 2. κάνω κτ. να διαρκεί, δεν το αφήνω να χαθεί: ~ σχέσεις με κπ. / αναμνήσεις από κτ. Yπόδουλοι λαοί που διατηρούν τη γλώσσα και τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμά τους. || H αντίπαλη ομάδα διατήρησε την υπεροχή σε όλη τη διάρκεια του αγώνα. 3α. εξακολουθώ να έχω κτ.: Έγινε βουλευτής, αλλά διατηρεί και τη θέση του στο πανεπιστήμιο. ~ ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την ορθοτητα των συμπερασμάτων σας. Διατηρεί κάποιος την ψυχραιμία / το θάρρος / το χιούμορ του. β. έχω τη δυνατότητα, κυρίως την οικονομική, να χρησιμοποιώ κτ. επιπλέον: Παντρεμένος που διατηρεί γκαρσονιέρα. Διατηρεί και γραφείο στο κέντρο της πόλης.

[λόγ. < αρχ. διατηρῶ & σημδ. γαλλ. conserver & αγγλ. preserve]

διαφοροποιώ [δiaforopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. δείχνω, επισημαίνω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες έννοιες ή πράγματα: Πρέπει να διαφοροποιήσουμε την κατάσταση της ανεργίας από εκείνη της εθελούσιας αποχής από την εργασία. β. για κτ. που αποτελεί στοιχείο διαφοράς, που διακρίνει μια έννοια, ένα πράγμα ή έναν άνθρωπο από κτ. ή από κπ. άλλο: Εκείνο που διαφοροποιεί την πρότασή του από όλες τις άλλες είναι ο ιδιαίτερος σεβασμός που δείχνει προς το περιβάλλον. 2. (παθ.) α. για κτ. που αλλάζει, που γίνεται διαφορετικό από κτ. άλλο: Έχουν διαφοροποιηθεί οι σημερινές συνθήκες σε σχέση με τις τότε. β. (για πρόσ.) παρουσιάζομαι να υποστηρίζω διαφορετικές θέσεις ή απόψεις σε σχέση με παλαιότερες δικές μου ή με εκείνες κάποιου άλλου: Ορισμένοι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος διαφοροποιήθηκαν από τις προτάσεις της κοινοβουλευτικής τους ομάδας. || ~ τη θέση μου / τη στάση μου, την αλλάζω, διαφοροποιούμαι.

[λόγ. διάφορ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. différencier]

διεθνοποιώ [δieθnopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. διεθνές. 1. παραχωρώ, με διεθνή συμφωνία, σε όλα τα κράτη ή σε ομάδα κρατών το δικαίωμα χρήσης ή τη διοίκηση μιας περιοχής που ανήκε σε ένα μόνο κράτος: Διεθνοποιημένο αεροδρόμιο. 2. κάνω διεθνές ένα διμερές πρόβλημα, αναθέτω την επίλυσή του σε διεθνή οργανισμό: Tο κυπριακό πρόβλημα πρέπει να διεθνοποιηθεί, να πάψει να θεωρείται ελληνοτουρκική διένεξη.

[λόγ. διεθν(ής) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. internationaliser]

διεκδικώ [δiekδikó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. απαιτώ, με τη χρησιμοποίηση νομικών μέσων, την κυριότητα ενός πράγματος που το κατέχει ή στο οποίο προβάλλει αξιώσεις κάποιος άλλος: Θα διεκδικήσω την περιουσία μου. Οι γείτονές μας διεκδικούν εδάφη που μας ανήκουν. β. απαιτώ κτ. ως οφειλόμενο, ως δίκαιο, χρησιμοποιώντας όλα τα υπάρχοντα μέσα: Οι εργαζόμενοι διεκδικούν αυξήσεις μισθών / μείωση των ωρών εργασίας. Διεκδικούν περισσότερα από όσα δικαιούνται. || Διεκδικεί την πατρότητα του έργου / την επιμέλεια των παιδιών του. || (μτφ.): Δε ~ τίποτα από τη ζωή. 2. προσπαθώ να πετύχω κτ. ανταγωνιζόμενος κπ. άλλον: Θα διεκδικήσει την αρχηγία του κόμματος / τον τίτλο του πρωταθλητή από την αντίπαλη ομάδα / τη δεύτερη βουλευτική έδρα του νομού. || επιδιώκω ή επιθυμώ να μου αναγνωρίσουν κτ., να με θεωρήσουν άξιο για κτ.: Δε ~ τον τίτλο του πρωτοπόρου. Διεκδικεί δάφνες. Tο παιδί διεκδικεί την αγάπη των γονιών του.

[λόγ. < ελνστ. διεκδικῶ `εκδικούμαι΄, η σημερ. σημ. μσν. σημδ. του λατ. vindicare & νεότ. σημδ. του γαλλ. revendiquer]

διεκτραγωδώ [δiektraγoδó] -ούμαι Ρ10.9 : αφηγούμαι κτ. δίνοντας έμφαση στα τραγικά στοιχεία της ιστορίας: Mου διεκτραγώδησε την κατάσταση των προσφύγων με τα πιο μελανά χρώματα. Άρχισε να διεκτραγωδεί τη φτώχεια του, για να μας συγκινήσει. Στη λογοτεχνία μας διεκτραγωδήθηκαν τα πάθη του ελληνισμού.

[λόγ. δι(α)- ελνστ. ἐκτραγῳδῶ `υπερβάλλω με τραγικές φράσεις΄]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...49   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες