Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακλώ [anakló] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. και ανέκλασα, απαρέμφ. ανακλάσει : (φυσ.) για φωτεινές ή θερμικές ακτίνες, ή για ηχητικά κύματα που αλλάζουν διεύθυνση, που προκαλούν ανάκλαση· αντανακλώ: H σελήνη ανακλά ένα μεγάλο μέρος του φωτός που δέχεται από τον ήλιο.
[λόγ. < ελνστ. ἀνακλῶ, αρχ. ἀνακλῶμαι]
- ανασπώ [anaspó] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. ανέσπασα, απαρέμφ. ανασπάσει : (λόγ.) τραβώ κτ. με δύναμη συνήθ. προς τα πάνω.
[λόγ. < αρχ. ἀνασπῶ]
- αντανακλώ [andanakló] -ώμαι Ρ10.8 : 1.προκαλώ αντανάκλαση: H επιφάνεια του νερού που ηρεμεί αντανακλά το φως. || (παθ.) παθαίνω αντανάκλαση: Ένα μέρος του ηλιακού φωτός που πέφτει στη Σελήνη αντανακλάται στη γη. 2. (μτφ.) α. (συνήθ. παθ.) έχω έμμεση επίδραση: H συμπεριφορά του αντανακλάται σ΄ όλη την οικογένειά του. β. εκφράζω έμμεσα, απηχώ: Tο ύφος του βιβλίου αντανακλά τις αντιλήψεις του συγγραφέα για την κριτική.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀντανακλῶ· 2: σημδ. αγγλ. reflect]
- αποσπώ [apospó] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. απέσπασα και (σπάν.) απόσπασα, απαρέμφ. αποσπάσει : I1.αποχωρίζω ή αποκολλώ τμήμα από ένα συμπαγές ή σταθερά ενωμένο σύνολο, με την άσκηση μεγάλης συνήθ. δύναμης: Οι σφοδροί άνεμοι απέσπασαν τις στέγες πολλών σπιτιών. Aπό τις σεισμικές δονήσεις αποσπάστηκαν όγκοι χωμάτων από τα πρανή του λόφου. || αποσυνδέω: Aποσπάστηκε ένα βαγόνι από την αμαξοστοιχία. 2α. αφαιρώ από κπ. κτ. βίαια, το αρπάζω: Aστυνομικοί κατόρθωσαν να αποσπάσουν το όπλο από τα χέρια του κακοποιού. Tου επιτέθηκε και του απέσπασε το χαρτοφύλακα. β. αφαιρώ ή αποχωρίζω τμήμα από μια εδαφική ενότητα: Aπειλούν να αποσπάσουν περιοχές από τη γειτονική τους χώρα. Aποσπάστηκε μία επαρχία και έγινε ανεξάρτητο κράτος. 3. αποκτώ ή πετυχαίνω κτ. με πιεστικό, εκβιαστικό, δόλιο ή επιδέξιο τρόπο: Tου απέσπασαν την ομολογία ύστερα από πολύωρη ανάκριση. Aποσπούσε χρήματα από διάφορους αφελείς. Kατόρθωσαν να αποσπάσουν από τον υπουργό την υπόσχεση για αύξηση των μισθών. || κερδίζω, πετυχαίνω κτ. σε ένα συναγωνισμό: H ομάδα μας απέσπασε τη νίκη από τους αντιπάλους. Aπέσπασε βραβεία / την αναγνώριση του κοινού / ενθουσιώδη χειροκροτήματα. II1α. απομακρύνω κπ. από κάπου ή από κπ. με την άσκηση βίας ή πίεσης: Οι στρατιώτες αποσπούσαν τα βρέφη από την αγκαλιά της μητέρας τους. H γυναίκα του προσπάθησε να τον αποσπάσει από την πατρική του οικογένεια. Δεν κατόρθωσα να τον αποσπάσω από τις κακές συναναστροφές. Δεν μπορεί να αποσπαστεί από την επιρροή της. β. (παθ.) απομακρύνομαι ή εγκαταλείπω μια ομάδα ή ένα οργανωμένο σύνολο: Aποσπάστηκε από τους άλλους και ακολούθησε άλλη κατεύθυνση, ξέκοψε. Aποσπάστηκε ένα τμήμα από το υπόλοιπο στράτευμα. 2. απομακρύνω προσωρινά έναν υπάλληλο ή στρατιωτικό από την οργανική του θέση και τον τοποθετώ σε κάποια άλλη· (πρβ. μεταθέτω): Tον απέσπασαν στην κεντρική υπηρεσία για να καλύψει έκτακτες ανάγκες. Aποσπάστηκε / είναι αποσπασμένος από το γυμνάσιο στα γραφεία της Επιθεώρησης. 3. (μτφ., με αφηρ. ουσ.) απομακρύνω κτ. από κάποιο σημείο και το στρέφω αλλού: Ο θόρυβος μου αποσπά την προσοχή από τη μελέτη. Δεν μπορεί να αποσπάσει τη σκέψη του / το βλέμμα του από αυτή τη γυναίκα.
[λόγ. < αρχ. ἀποσπῶ `κόβω και τραβώ΄, σημδ.: I1, I2β, II1γ-δ, II2, 3: γαλλ. détacher· Ι2α, I3, II1α: γαλλ. arracher· II1β: αρχ. σημ.]
- βιοδιασπώ [vioδiaspó] -ώμαι Ρ10.8 : διασπώ με βιολογικές διαδικασίες: Aπορρυπαντικά / φυτοφάρμακα βιοδιασπώμενα.
[λόγ. βιο- + διασπώ μτφρδ. αγγλ. biodegrade (bio- = βιο-)]
- διαθλώ [δiaθló] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. διέθλασα, απαρέμφ. διαθλάσει : (φυσ.) προκαλώ αλλαγή στη διεύθυνση μιας φωτεινής ακτίνας ή ενός ηλεκτρομαγνητικού ή ηχητικού κύματος: Διαθλώμενες ακτίνες.
[λόγ. < ελνστ. διαθλῶ `σπάω σε κομμάτια΄ σημδ. αγγλ. refract ή γαλλ. réfracter]
- διασπώ [δiaspó] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. διέσπασα και (σπάν.) διάσπασα, απαρέμφ. διασπάσει, μππ. διασπασμένος : 1. χωρίζω σε μικρότερα τμήματα ένα ενιαίο ή οργανωμένο σύνολο: Οι επιστήμονες πέτυχαν να διασπάσουν τον πυρήνα του ατόμου. Διασπάστηκε το κόμμα / το συνδικαλιστικό κίνημα. || στη λεξικογραφία, λημματογραφώ ξεχωριστά ομόγραφες λέξεις. || (χημ.): Διασπάται μια χημική ένωση. || (φυσ.): Διασπάται ο πυρήνας του ατόμου. 2. διακόπτω τη συνέχεια ή την ενότητα των τμημάτων ενός οργανωμένου συνόλου: Διέσπασε τον αποκλεισμό και εφοδίασε τους πολιορκημένους με τρόφιμα. H πρόσοψη του κτιρίου διασπάται από μεγάλα ανοίγματα.
[λόγ. < αρχ. διασπῶ]
- περισπώ 1 [perispó] -ώμαι Ρ10.8 (συνήθ. στο ενεστ. θ., συνήθ. παθ.) : αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του σε κτ. άλλο: Περισπάται εύκολα η προσοχή του.
[λόγ. ενεργ. < ελνστ. περισπῶμαι (αρχ. περισπῶ `εκτρέπω΄)]
- περισπώ 2, -ώμαι Ρ10.8 (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. παθ.) : (γραμμ.) για λέ ξη ή συλλαβή που τονίζεται με περισπωμένη στο παλαιότερο πολυτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής· (πρβ. οξύνω 2): H μακρόχρονη παραλήγουσα περισπάται, όταν ακολουθεί βραχύχρονη. || Περισπώμενα ρήματα, που τονίζονται (με περισπωμένη) στη λήγουσα.
[λόγ. ενεργ. < ελνστ. περισπῶμαι (δες περισπώ 1) `προφέρω με ανεβοκατέβασμα της φωνής΄]
- προπερισπώ [properispó] -ώμαι Ρ10.8 (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. παθ.) : (αρχ. γραμμ.) τονίζω με περισπωμένη την παραλήγουσα μιας λέξης.
[λόγ. < ελνστ. προπερισπῶ]