Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ρ10.5 (φορώ, -άω {, -εσ, -εθ})
8 εγγραφές [1 - 8]
μαυροφορώ [mavroforó] -ιέμαι Ρ10.5 : φορώ μαύρα ρούχα, ιδίως ως ένδειξη πένθους: Mαυροφορεμένη γυναίκα, η μαυροφόρα.

[μσν. μαυροφορώ < μαυρο- + -φορώ]

ξαναφορώ [ksanaforó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5 : φορώ κτ. ξανά: Aυτά τα παπούτσια δεν πρόκειται να τα ξαναφορέσω.

[ξανα- + φορώ]

παινώ [penó] -ιέμαι Ρ10.5 : (λαϊκότρ.) επαινώ. ΠAΡ Aν δεν παινέσεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, όποιος δεν επαινεί κπ. ή κτ. δικό του, ζημιώνει.

[μσν. παινώ < αρχ. ἐπαινῶ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

παραφορώ [paraforó] -ιέμαι Ρ10.5 : φορώ κτ.: α. για μεγάλο διάστημα, πέρα από το κανονικό: Tο παραφόρεσα το πουκάμισο και τσαλακώθηκε. β. σε μεγάλη έκταση: Παραφορέθηκαν οι μακριές φούστες φέτος.

[παρα- 2 + φορώ (διαφ. το αρχ. παραφορῶ `βάζω μπροστά σε΄)]

πρωτοφορώ [protoforó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5 : α. φορώ κτ. για πρώτη φορά: Πρωτοφόρεσε τακούνια στο γυμνάσιο. || (έκφρ.) τι να πρωτοφορέσω, για να δηλώσουμε τη μεγάλη δυνατότητα επιλογής που έχουμε ως προς το τι θα φορέσουμε: Δεν ήξερε τι να πρωτοφορέσει. β. φορώ κτ. εγώ πρώτος: Ποιος πρωτοφόρεσε σκουλαρίκι στην παρέα;

[πρωτο- + φορώ]

συχωρνάω [sixornáo] -ιέμαι & σχωρνάω [sxornáo] -ιέμαι Ρ10.5 : (λαϊκότρ.) συγχωρώ. (έκφρ.) Θεός* σχωρέσ΄ τον / την. Θεός* σχωρέσ΄ τ΄ αποθαμένα / τα πεθαμένα* σου.

[< συχωρ(ώ) μεταπλ. -νώ (& -άω) με βάση το συνοπτ. θ. συχωρεσ- αναλ. προς το σχ.: πονεσ- (πόνεσα) - πονώ· συγκ. του άτ. [i] ]

συχωρώ [sixoró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5 : 1.(οικ.) συγχωρώ: Συχώρα με, αν σε πίκρανα. (έκφρ.) Θεέ μου συχώρα με ή ο Θεός να / ας με συχωρέσει, όταν λέμε κτ. κακό για κπ.: Ο Θεός να με συχωρέσει, αλλά νομίζω ότι αυτός το έκλεψε. (έκφρ.) να συχωρεθούν τ΄ αποθαμένα* / τα πεθαμένα* σου. 2. (λαϊκότρ.) πεθαίνω, κυρίως σε παρελθόντα χρόνο: Όταν συχωρέθηκε ο πατέρας του. || (μππ.) συχωρεμένος*.

[ελνστ. συγχωρῶ με αποβ. του [ŋ] πριν από [x], αρχ. σημ.: `συναντώ, παραχωρώ΄]

φορώ [foró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5 : 1. βάζω κάποιο ρούχο ή άλλο συμπλήρωμα της αμφίεσης, ντύνομαι, είμαι ντυμένος με κτ.: ~ γραβάτα / φουλάρι / παπιγιόν / ζώνη / καπέλο. Φόρα το σακάκι σου, γιατί κάνει ψύχρα. Φόρεσα τα καλά μου (ρούχα) και βγήκα έξω. Tι νούμερο παπούτσι φοράς; Ο δράστης φορούσε μια κάλτσα στο πρόσωπό του. Φόρεσε το παλτό της κι έφυγε βιαστικά. Φορούσε μαύρα, γιατί πενθούσε τον πεθερό της. (έκφρ.) φόρεσε τη φανέλα* της Εθνικής. || Aυτά τα ρούχα / τα παπούτσια δε φοριούνται πια, είναι φθαρμένα, παλιάς μόδας. || (μππ.) φορεμένος, μεταχειρισμένος, φθαρμένος. ANT αφόρετος: Tο πουκάμισο είναι φορεμένο. || (επέκτ.) για κοσμήματα, όπλα, διακριτικά ή άλλα εξαρτήμα τα: ~ ρολόι / δαχτυλίδι / σκουλαρίκια / γυαλιά / σπαθί / κραγιόν / ζώνη / περούκα / κράνος. Φορούσε το σήμα της ειρήνης / του Ολυμπιακού. Δε ~ κοσμήματα. || (προφ.): Tο καινούριο μοντέλο της μοτοσικλέτας φοράει φαρδύτερα λάστιχα, δέχεται, είναι εφοδιασμένο. Φόρεσε το χακί*. ΦΡ ~ σε κπ. τα γυαλιά*. δεν έχει ρούχο* να φορέσει. ~ φέσι* σε κπ. 2. βάζω σε κπ. ένα ρούχο ή άλλο συμπλήρωμα της αμφίεσης, ντύνω: Έπλυναν το παιδί και του φόρεσαν τα καλά του ρούχα. || (επέκτ.): Tου φόρεσαν μια κορόνα και τον έκαναν βασιλιά. Tου φόρεσαν αγκάθινο στεφάνι. ΦΡ ~ τα κέρατα* σε κπ. (λαϊκ.) του / της τα φοράει, τον / την απατάει, τον / την κερατώνει. 3. (παθ. στο γ' πρόσ.) α. είναι της μόδας: Φέτος θα φορεθούν οι κοντές φούστες. β. (μτφ., προφ.) συνηθίζεται: H έκφραση «τη βρίσκω» φοριέται πολύ τον τελευταίο καιρό.

[αρχ. φορῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες