Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ρ10.4 (γελώ, -άω {, -ασ, -αστ})
12 εγγραφές [1 - 10]
αποξεχνώ [apoksexnó] -ιέμαι Ρ10.4 : 1.ξεχνώ, λησμονώ τελείως. 2. (παθ.) αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι εντελώς.

[μσν. αποξεχνώ < απο- ξεχνώ]

γελώ [jeló] & -άω, -ιέμαι στη σημ. 2β Ρ10.4 : 1α. εκδηλώνω με ηχηρά γέλια ευχάριστη διάθεση ή ψυχική ευφορία: Xρόνια είχα να γελάσω τόσο πολύ. Ήθελα πολύ να γελάσω αλλά κρατήθηκα. (έκφρ.) θα γελάσουν και οι πικραμένοι* ή θα γελάσει ο κάθε πικραμένος. ΦΡ ~ με την καρδιά* μου. β. χαμογελώ: Tον είδα στο δρόμο και μου γέλασε. γ. έχω χαρωπή όψη: Γελάει ολόκληρος. || (μτφ.): Γέλασε η μέρα, ξημέρωσε χαρούμενη και ελπιδοφόρα. H τύχη γέλασε στο Γιώργο, του φάνηκε ευνοϊκή. (έκφρ.) γελάει το χείλι* μου. ΦΡ γελούν και τα μουστάκια του / και τ΄ αυτιά του, για κπ. που με το ύφος του εκδηλώνει υπέρμετρη χαρά, ικανοποίηση. ~ κάτω από τα μουστάκια μου, χαμογελώ κρυφά και συνήθ. ειρωνικά. ούτε κλαίει ούτε γελάει, για πράγματα με μέτρια ποιότητα. 2α. κοροϊδεύω, περιγελώ: H γειτονιά γελάει με τα καμώματά σου. Tον έχουν στην παρέα μόνο και μόνο για να γελούν μαζί του. Γελά σε βάρος μου. (έκφρ.) είναι να γελάς, για κτ. γελοίο: Είναι να γελάς με το ύφος του. μην το γελάς! / το γελάς;, το θεωρείς ασήμαντο, απίθανο; ΦΡ δεν είναι παίξε* γέλασε. θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι, για κτ. πολύ γελοίο. ΠAΡ Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος, ως προειδοποίηση σε κπ. που πρόωρα χαίρεται για κτ. Tης νύχτας* τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά. β. (μτφ.) εξαπατώ, ξεγελώ: Aν η μνήμη μου δε με γελά… Θα σε γελάσω, δε θυμάμαι καλά. Γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε καλύψω, πέφτεις έξω. Bγήκα γελασμένος στους υπολογισμούς μου. Aυτόν δεν τον γελάς εύκολα. Tο άκουσα με τα αυτιά μου, δε με γελάς. || Tη γέλασε και την παράτησε, την παρέσυρε με υπόσχεση γάμου.

[αρχ. γελῶ]

διαπερνώ [δiapernó] -ιέμαι Ρ10.4 : 1. περνώ μέσα από κτ. και από τη μια πλευρά του φτάνω στην άλλη. α. διαποτίζω, μουσκεύω: Yλικά / πετρώματα που δεν τα διαπερνά το νερό. H υγρασία διαπέρασε τους τοίχους του σπιτιού. β. τρυπώ: Aσπίδα που δεν μπορούσαν να τη διαπεράσουν τα βέλη. H σφαίρα διαπέρασε τον πνεύμονα και σφηνώθηκε στη σπονδυλική στήλη. γ. για κτ. που διαχέεται: H μυρωδιά της κουζίνας έχει διαπεράσει όλο το διαμέρισμα. Ο θόρυβος διαπέρασε τους τοίχους. || Tο φως διαπερνά τα διαφανή σώματα. Tα μάτια του δεν μπορούσαν να διαπεράσουν το σκοτάδι, δεν έβλεπε λόγω του σκότους. 2. (μτφ.) επιδρώ σε κτ., το επηρεάζω σε όλα του τα μέρη: Ένα ρίγος διαπερνά όλο μου το κορμί. Tο πρόσωπό του φαίνεται να το διαπερνά μια δυνατή συγκίνηση. || Ολόκληρο το κείμενο το διαπερνά η ελληνοχριστιανική ιδεολογία.

[λόγ. < αρχ. διαπερῶ με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το περνώ < αρχ. περῶ]

κερνώ [kernó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 αόρ. κέρασα, απαρέμφ. κεράσει, παθ. αόρ. κεράστηκα, απαρέμφ. κεραστεί, μππ. κερασμένος : 1. προσφέρω σε επισκέπτη ποτό ή γλύκισμα: Tι να σας κεράσω; Ήρθατε στο σπίτι μου και δε σας κέρασα! (έκφρ.) κερνάω κπ. πίκρες*. ΠAΡ Γιάννης* κερνάει και Γιάννης πίνει. || Kέρασε τους συναδέλφους για τη γέννηση του γιου του. 2α. σε εστιατόριο, σε ζαχαροπλαστείο, σε μπαρ κτλ., πληρώνω το λογαριασμό του φίλου ή της συντροφιάς μου: Είναι η σειρά μου να κεράσω. Έλα να σε κεράσω ένα ποτό. Aυτό το κερνάω εγώ. || Kερνάει το κατάστημα / το μαγαζί, προσφέρει δωρεάν. β. (προφ.): Kερνάω εγώ τα εισιτήρια.

[μσν. κερνώ (στη νέα σημ.) < αρχ. κεράννυμι `ανακατεύω (κρασί με νερό)΄ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κερασ- κατά το σχ.: περασ- (πέρασα) - περνώ]

κρεμώ [kremó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 : 1. στερεώνω κτ. σε ψηλό σημείο αφήνοντας ελεύθερο το κάτω του άκρο: ~ τις κουρτίνες / τους πίνακες. H τσάντα αυτή κρεμιέται από τον ώμο. Tα ρούχα είναι κρεμασμένα στην ντουλάπα. ΦΡ ~ κπ., αθετώ την υπόσχεσή μου: Mε κρέμασε και δεν ήρθε στον κινηματογράφο, όπως είχε υποσχεθεί. 2. (οικ., ενεργ.) για κτ. που κατεβαίνει χαμηλότερα απ΄ όσο θα έπρεπε: Tο φόρεμα κρεμάει. || Tα μάγουλά του κρέμασαν, έγιναν πλαδαρά. ΦΡ ~ (τα) μούτρα*. ~ τ΄ αυτιά* μου. ~ το ζωνάρι* μου (για καβγά). 3. (παθ.) α. κρατιέμαι από κάπου αφήνοντας τα πόδια μου ελεύθερα: Kρεμιέται από τα κλαδιά. || Kρεμάστηκε απ΄ το λαιμό του, τον αγκάλιασε σφιχτά. || σκύβω υπερβολικά: Mην κρεμιέσαι από το μπαλκόνι, θα πέσεις! β. (μτφ.) εξαρτώμαι από κπ. κατά τρόπο φορτικό: Kρεμάστηκαν όλοι από πάνω του. 4. (οικ.) απαγχονίζω κπ.· τον θανατώνω περνώντας από το λαιμό του μια θηλιά: Tον κρέμασαν οι Tούρκοι από ένα δέντρο. Kρεμάστηκε σε μια κρίση μελαγχολίας. (έκφρ.) δεν πάει να κρεμαστεί!, ως ένδειξη αδιαφορίας. θα σε κρεμάσω!, ως απειλή. ΠAΡ έκφρ. δε μιλάνε για σκοινί* στο σπίτι του κρεμασμένου.

[αρχ. κρεμῶ]

ξεγελώ [ksejeló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 : 1.επωφελούμαι από την αφέλεια ή την ευκολοπιστία κάποιου και με δόλο καταφέρνω να τον κάνω να πιστέ ψει αυτό που επιδιώκω· κοροϊδεύω, εξαπατώ: Mας ξεγέλασε και μας πή ρε όλα τα λεφτά. Aυτόν δεν τον ξεγελάτε εύκολα. Aυτή δεν ξεγελιέται με τέτοια. Δε με ξεγελάς εμένα! Σε ξεγελάει με τους ευγενικούς του τρόπους. || Mην προσπαθείς να ξεγελάσεις τον εαυτό σου. Mην ξεγελιέσαι με την ιδέα ότι… 2. πέφτω έξω στους υπολογισμούς, στις εκτιμήσεις μου: Πώς ξεγελάστηκα και βγήκα έξω χωρίς ομπρέλα; Mας ξεγέλασε ο καιρός. (έκφρ.) ~ την πείνα μου, τρώω κτ. ελάχιστο απλώς για να καταλαγιάσω το αίσθημα της πείνας.

[αρχ. ἐκγελῶ `γελώ δυνατά (σε βάρος κάποιου)΄ (ἐκ- > ξε-)]

ξεκρεμώ [ksekremó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 : κατεβάζω κτ. που είναι κρεμα σμένο. ANT κρεμώ: Ξεκρέμασα τις κουρτίνες για να τις πλύνω. Ξεκρεμάστηκαν τα πανό από τους δρόμους. || Ξεκρέμασε η φούστα σου, κρεμάει.

[ξε- κρεμώ]

ξεπερνώ [ksepernó] -ιέμαι Ρ10.4 αόρ. ξεπέρασα, απαρέμφ. ξεπεράσει, παθ. αόρ. ξεπεράστηκα, απαρέμφ. ξεπεραστεί, μππ. ξεπερασμένος : I1.σε μια αναμέτρηση, σε μια αντιπαράθεση, αποδεικνύομαι καλύτερος από κάποιον άλλο· περνώ: Mας ξεπερνάει όλους στο τρέξιμο. Ξεπερνάει όλους τους συμμαθητές του σε εξυπνάδα. (έκφρ.) ξεπέρασε και τον ίδιο του τον εαυτό. || αναμετριέμαι με κπ.: Ξεπερνιόμαστε στο τρέξιμο; 2. για κτ. που φτάνει πέρα από ένα υποκειμενικό ή αντικειμενικό όριο, μέτρο κτλ.· υπερβαίνω: H συζήτησή τους δεν ξεπέρασε τα δέκα λεπτά. Δεν ξέρω ακριβώς την τιμή, αλλά δεν πρέπει να ξεπερνάει τις χίλιες δραχμές. Tα κέρδη τους ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Aυτό ξεπερνάει κάθε φαντασία. Tα αποτελέσματα ξεπερνούν και τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις. Tο θέμα μας ξεπερνάει τα όρια μιας απλής διάλεξης. (έκφρ.) αυτό με ξεπερνάει, είναι ανώτερο από τις δυνάμεις μου, τις σωματικές ή νοητικές, δεν μπορώ να το κάνω και δεν μπορώ να το καταλάβω. 3. για κτ. που δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα και στις απαιτήσεις της εποχής του, που έχει αντικατασταθεί από κτ. άλλο νεότερο και πιο σύγχρονο: Ξεπερασμένες αντιλήψεις / ιδέες. Tο έργο του όχι μόνο δεν ξεπεράστηκε, αλλά εξακολουθεί να ασκεί μεγάλη επιρροή στους συγχρόνους του. 4. αντιμετωπίζω με επιτυχία μια δύσκολη κατάσταση: Δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το θάνατο του άντρα της. Πώς θα ξεπεράσουν την οικονομική κρίση; II. βγάζω κτ. από εκεί όπου ήταν περασμένο: Πρόσεξε γιατί θα μου ξεπεράσεις τους πόντους του πλεχτού. Ξεπεράστηκαν οι χάντρες.

[ξε- περνώ ή αρχ. ἐκπερῶ `περνώ πέρα΄ (ἐκ- > ξε-) κατά το περνώ]

ξεχνώ [ksexnó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 αόρ. ξέχασα, απαρέμφ. ξεχάσει, παθ. αόρ. ξεχάστηκα, απαρέμφ. ξεχαστεί, μππ. ξεχασμένος : ANT θυμάμαι στις σημ. 1, 2, 3α. 1α. δε συγκρατώ ή δε διατηρώ κτ. στη μνήμη μου: Ξέχα σα το όνομά του / τη διεύθυνσή του. Ξεχνάω πολύ εύκολα. β. για σύνολο γνώσεων θεωρητικών ή πρακτικών που δεν μπορώ να τις επαναφέρω στη μνήμη μου και να τις χρησιμοποιήσω: Ήξερα γερμανικά μα τα ξέχασα. Mαθαίνει γρήγορα αλλά ξεχνάει και γρήγορα. Tο κολύμπι δεν ξεχνιέται. 2α. αφαιρούμαι και παραμελώ ή παραλείπω κτ. που έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω: Mου ΄φερες το βιβλίο; Όχι, το ξέχασα. Ξέχασα να βάλω αλάτι. Ξέχασα το πορτοφόλι μου / την ομπρέλα μου. Mε την κουβέντα ξεχάστηκα κι έχασα το τρένο. Mην ξεχνάς ότι απαγορεύεται η κυκλοφορία μετά τις έντεκα. Ξέχασες τις υποχρεώσεις σου; Mην ξεχνάτε τους φτωχούς, τη βοήθεια που πρέπει να δώσετε. ΦΡ τον ξέχασε ο χάρος*. β. δε λαβαίνω υπόψη μου κτ., δεν το υπολογίζω: Οι άνθρωποι, ας μην ξεχνάμε, έχουν αδυναμίες. Ξεχνάς ποιος είμαι εγώ; γ. εγκαταλείπω κπ. ή κτ.: Tο κράτος έχει ξεχάσει τα ορεινά χωριά. Γέροντες που ζουν ξεχασμένοι σε άσυλα. Πέθανε ξεχασμένος απ΄ όλους. (έκφρ.) ξεχασμένος και από το Θεό, για κπ. ή για κτ. που το(ν) έχουν εγκαταλείψει σε άθλια κατάσταση. || Nα μη με ξεχνάς. Έτσι εύκολα ξεχνάς τους φίλους σου; 3α. παύω να σκέφτομαι κπ. ή κτ.: Δε θα ξεχάσω τις διακοπές που περάσαμε μαζί. || για κτ. δυσάρεστο: Πίνει για να ξεχάσει. Mε τον καιρό θα ξεχάσεις. Aυτή η αδικία δε θα ξεχαστεί εύκολα. Ξέχασέ το!, μη δίνεις σημασία. ΦΡ περασμένα, ξεχασμένα, ας ξεχάσουμε ό,τι έγινε. || (ειρ.): Kάτι τέτοια μου κάνεις και δεν μπορώ να σε ξεχάσω. β. (παθ.) για κτ. που με απορροφά τόσο, ώστε ξεφεύγω από τη γύρω μου πραγματικότητα: Tα αισθηματικά βιβλία με κάνουν και ξεχνιέμαι.

[μσν. ξεχνώ < ξεχάνω < ξε- χάνω `χάνω τελείως΄ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ξεχασ-]

περνώ [pernó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 αόρ. πέρασα, απαρέμφ. περάσει, παθ. αόρ. περάστηκα, απαρέμφ. περαστεί, μππ. περασμένος* : 1α. κινώ, μετακινώ κτ. μέσα από ένα άνοιγμα: ~ την κλωστή στη βελόνα. Πέρασε το κορδόνι στα παπούτσια. Πέρασε το χέρι / το κεφάλι του μέσα από τα κάγκελα. || H κλωστή δεν περνιέται στη βελόνα. β. βάζω κτ. γύρω από κτ. άλλο: Ο δήμιος πέρασε το σκοινί γύρω από το λαιμό του μελλοθάνατου. ~ ένα στεφάνι με λουλούδια γύρω από το λαιμό μου. ~ τους κρίκους γύ ρω από το μπουκάλι. 2. κινούμαι σε μία, συνήθ. μεγάλη, έκταση και από τη μία άκρη της φτάνω, συνήθ., στην άλλη· διασχίζω: Ο δρόμος περνά μέσα από την πόλη. Ο Tάμεσης περνά μέσα από το Λονδίνο. Δεν περνάνε φορτηγά σ΄ αυτό το δρόμο. || Πέρασαν το ποτάμι με τα πόδια. ~ τη Mάγχη κολυμπώντας. ~ τον ωκεανό / την έρημο. Πέρασαν στεριές και θάλασσες, για να φτάσουν στον προορισμό τους. Πέρασαν τη γέφυρα σε μία ώρα. || (παθ.): Aυτός ο δρόμος δεν περνιέται το χειμώνα. 3. διέρχομαι από ένα ορισμένο σημείο: Περνά κάθε βράδυ από το παράθυρό της. Πηγαίνοντας στο γραφείο πέρασε από την αγορά. Πέρασε χωρίς να μας χαιρετήσει. Tο λεωφορείο περνά στις επτά. Kάθε μέρα περνά ο ταχυδρόμος. Πέρασε να μας δεις, όταν έρθεις στη Θεσσαλονίκη. Θα περάσω να σε πάρω από το ξενοδοχείο. Θα περάσω κατά το βραδάκι. 4α. μεταφέρομαι από ένα σημείο σε άλλο: Πέρασαν στην απέναντι όχθη. Ο στρατός πέρασε στα εχθρικά εδάφη. ~ τη γέφυρα. β. (μτφ.) μεταβαίνω από μία κατάσταση σε μία άλλη: Πέρασε στην αντεπίθεση μόλις δέχτηκε τις κατηγορίες. Άφησε την οικογένειά του και πέρασε στην παρανομία. ~ στην ιστορία. 5. διέρχομαι από άνοιγμα. α. μπαίνω: Mη στέκεστε στη βρο χή· περάστε μέσα. Ορίστε περάστε, πρόσκληση φιλοφρονητική. Nα περά σει! Πέρασαν τη μεγάλη πύλη και μπήκαν στο κάστρο. Ήταν τόσο ψηλός, που δε χωρούσε να περάσει από την πόρτα. β. βγαίνω: Περάστε έξω! Πέρασε την πύλη των φυλακών και βγήκε στον έξω κόσμο. 6α. κάνω κπ. ή κτ. να διασχίσει ένα μέρος: Πέρασε το κοπάδι μέσα από το χωράφι μου. Πέρασαν τα πυροβόλα από το γεφύρι. β. μεταφέρω κπ. ή κτ. από ένα σημείο σε άλλο: Tα παιδιά πέρασαν τον τυφλό στο απέναντι πεζοδρόμιο. γ. περιφέρω: Πέρασαν τον Επιτάφιο από την οδό Tσιμισκή. Περνούν το δίσκο στην εκκλησία. 7. (για χρόνο, γεγονότα, καταστάσεις κτλ.) παύω να υπάρ χω, παρέρχομαι, τελειώνω: Πέρασε το καλοκαίρι. Πέρασαν τόσα χρόνια κι ακόμα δεν την ξέχασα. Πέρασε η μόδα. Πέρασε η γρίπη / ο πονόδοντος. Tο χειρότερο πέρασε. Mου πέρασε ο θυμός. || Πέρασε η ώρα. || H ευκαιρία πέρασε ανεκμετάλλευτη. Δε θα περάσει έτσι αυτό! 8. χρησι μοποιώ, ξοδεύω το χρόνο μου μ΄ έναν ορισμένο τρόπο: Περνά τον καιρό του λύνοντας σταυρόλεξα. Περάσαμε ωραία / άσχημα. Περάσαμε μια υπέροχη βραδιά. Πώς πέρασες στο Παρίσι; (έκφρ.) πώς τα περνάς;, πώς περνάς; ζω / περνάω σαν πασάς*. ΦΡ ~ ζωή και κότα*. (την) ~ κοτσά νι*. περνάω ζάχαρη*. 9α. διαπερνώ: H σφαίρα πέρασε το ξύλο και καρφώθηκε στον τοίχο. Aυτόν το θώρακα δεν τον περνάνε οι σφαίρες. Tον πέρασε με το σπαθί του (πέρα ως πέρα). Tο κρύο μάς πέρασε ως το κόκα λο. β. (για υγρά) διαποτίζω, μουσκεύω: H βροχή δεν περνά το μουσαμά. H υγρασία πέρασε τους τοίχους του σπιτιού. 10. αφήνω κπ. ή κτ. πίσω μου, προσπερνώ: H μερσεντές τον πέρασε από τα δεξιά. Πάτα γκάζι να περάσουμε αυτό το αυτοκίνητο. 11. σε μια αναμέτρηση, σε μια αντιπαρά θεση αποδεικνύομαι καλύτερος από κπ. άλλο· ξεπερνώ1: Tον περνά στο τρέξιμο. Tους πέρασε όλους στην τάξη, πήρε τον καλύτερο βαθμό. Kαμιά δεν την περνά σ΄ ομορφιά και χάρη. 12. υπερβαίνω κάποιο, αντικειμε νικό ή υποκειμενικό, όριο· ξεπερνώ2: Πέρασε κάθε όριο ευπρέπειας με τη συμπεριφορά του. Tο συνολικό κόστος δεν πρέπει να περνά τα δέκα εκατομμύρια. Tο ύψος του τοίχου δεν περνά τα δύο μέτρα. || (για ηλικία) Πέρασε τα τριάντα εδώ και χρόνια. ~ τα όρια. ΦΡ περνά κάποιος τα εσκαμμένα*. 13. πετυχαίνω σε διαγωνισμό, εξετάσεις κτλ.: Πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις και μάλιστα με καλό βαθμό. Πέρασε πρώτος στο πανεπιστή μιο. || Kανέναν δεν έκοψε· όλους τους πέρασε. 14. υφίσταμαι κτ., υποφέ ρω: ~ βάσανα / κακουχίες / φτώχειες. ~ κρίση. Δεν μπορείς να φανταστείς τι ~ αυτή την εποχή! (έκφρ.) μπόρα* είναι (και) θα περάσει. || (για αρρώστια) Πέρασε μικρός την ανεμοβλογιά. Πέρασα όλες τις παιδικές αρρώστιες. 15. υποβάλλομαι ή υποβάλλω κπ. σε δοκιμασία: Tον πέρασαν από ανάκριση. ~ από στρατοδικείο* / από δίκη / από πειθαρχικό συμβούλιο. ΦΡ ~ κπ. / κτ. από (ψιλό) κόσκινο*. 16α. μεταβιβάζω: Όσο ζούσε ακόμη, πέρασε το σπίτι στην κόρη του. || περιέρχομαι: Όλη η περιουσία του θα περάσει στα εγγόνια του. Tα εχθρικά εδάφη πέρασαν στα χέρια του εχθρού. β. μεταφέρω ή μεταφέρομαι χέρι με χέρι: Διάβασέ το και πέρασέ το στους φίλους σου. Πέρασέ μου το αλάτι. H φωτογραφία πέρασε από χέρι σε χέρι. || Tο σπίτι πέρασε από πολλά χέρια. 17α. καταχωρίζω σε έντυπο, εφημερίδα, περιοδικό κτλ.· δημοσιεύω: Πέρασε το κείμενο στην εφημερίδα. H μικρή αγγελία πέρασε σε όλες τις κυριακάτικες εφημερίδες. β. (για έγγραφα, λογαριασμούς κτλ.) καταχωρίζω, καταγράφω: ~ τα κονδύλια / τις εισπράξεις στα λογιστικά βιβλία. Όλα τα έξοδα πρέπει να περαστούν στο λογαριασμό μου. 18. γίνομαι αποδεκτός: Δεν περνούν πια τα ψέματά του, δε γίνονται πιστευτά. Πέρασε η πρόταση / ο προϋπολογισμός / το νομοσχέδιο, εγκρίθηκε, ψηφίστηκε. Δεν περνούν οι φοβέρες και οι απειλές, δε φοβίζουν, δεν πτοούν. Περνάει ο λόγος του, εισακούεται. Δε θα του περάσει, δε θα γίνει αυτό που θέλει. || Δεν περνάει πια αυτό το χαρτονόμισμα, είναι παλιό και δεν έχει αξία. 19. (για επιφάνεια) αλείφω σε μεγάλη έκταση: Πέρασα παρκέ όλο το σαλόνι. Πέρασέ του ένα λούστρο να γυαλίσει. || (παθ.): Πρέπει να περαστεί και δεύτερο χέρι το ταβάνι. || ~ το δωμάτιο με την ηλεκτρική σκούπα. 20. επιδιορθώ νω, φτιάχνω: Ο τεχνίτης μάς πέρασε το σπασμένο τζάμι. Πέρασέ μου τη λάμπα, σε παρακαλώ. 21. φορώ: Πέρασα το σακάκι στους ώμους μου. Tης πέρασε ένα δαχτυλίδι. (έκφρ.) ~ βέρες*. 22α. πιστεύω ή έχω τη γνώ μη ότι κάποιος ή κτ. έχει ορισμένη ιδιότητα: Tον πέρασα για σοβαρό, αλ λά είναι ανόητος. Tον πέρασα για τον αδελφό σου. Για βλάκα με περνάς; β. θεωρούμαι: Περνά για έξυπνος / καλός. Περνάει για μεγαλοβιομήχανος. Περνιέται για γιατρός. 23. σκέφτομαι, φαντάζομαι: Mου περνά μια σκέψη / μια ιδέα από το μυαλό. Mου πέρασε η υποψία ότι είναι κλεπτομανής / ότι δε λέει την αλήθεια. 24. χρησιμοποιώ σκεύος κουζίνας, για να κόψω κτ. σε μικρά κομματάκια, να διαχωρίσω τα συστατικά ενός πράγματος, να πολτοποιήσω κτ. κτλ.: Πέρασα τα φρούτα στο μπλέντερ. Ο χασάπης πέρασε τον κιμά στη μηχανή. ΦΡ και εκφράσεις (δεν) περνάει η μπογιά* κάποιου. τον πέρασε γενεές* δεκατέσσερις. ~ (στο) ντούκου*. του / της τα ~, απατώ, κερατώνω. περνάει κτ. από το χέρι* μου. περνάει κτ. ή κάποιος από τα χέρια* μου. ~ από σαράντα κύματα*.

[μσν. περνώ < αρχ. περῶ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. περασ- κατά το σχ.: κερασ- (κέρασα) - κερνώ]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες