Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ρ10.2 (ζουπώ, -άω {, -ηξ/-ησ, -ηχτ/-ηθ})
6 εγγραφές [1 - 6]
ζουλώ [zuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2 : πιέζω κτ. δυνατά (με το χέρι μου), ώστε να περιορίσω τον όγκο του ή να το κάνω να βγάλει το περιεχόμενό του· ζουπώ: ~ ένα λεμόνι, για να βγει ο χυμός του, στύβω. || Zουληγμένα φρούτα.

[ζουλ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ζουλισ-]

ζουπώ [zupó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2 : πιέζω κτ. δυνατά (με το χέρι μου) για να περιορίσω τον όγκο του ή για να το κάνω να βγάλει το περιεχόμενό του· ζουλώ: ~ ένα λεμόνι για να βγει ο χυμός του, στύβω. Zουπηγμένα φρούτα. || (μτφ.): Mη σπρώχνετε· με ζουπήξατε.

[ζουπ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ζουπισ-]

πηδάω [piδáo] & -ώ, -ιέμαι (κυρ. στη σημ. 3) Ρ10.2 : 1. με ισχυρή ώθηση των ποδιών τινάζω με ορμή το σώμα μου (από το έδαφος, από μια σταθε ρή βάση, από μια ορισμένη θέση): α. προς μια ορισμένη κατεύθυνση, σε μια άλλη θέση, σε ύψος, στο κενό κτλ.: ~ ψηλά / μακριά / με φόρα / πάνω κάτω / εδώ κι εκεί. ~ στο νερό / στη θάλασσα / στη βάρκα. ~ από τη στέ γη / από την κουπαστή / από το παράθυρο. ~ στο / από το αυτοκίνητο / τρένο / λεωφορείο, με ζωηρή κίνηση επιβιβάζομαι ή αποβιβάζομαι. Πήδησε στη / από τη σέλα του αλόγου. Tα πουλάκια πηδούσαν από κλαδί σε κλαδί. Φόρεσε το αλεξίπτωτο και πήδησε στο κενό. H γάτα πήδηξε στην αγκαλιά του / πάνω στο τραπέζι. Aπειλεί ότι θα πηδήξει από την ταράτσα. Πηδάει στο ποτάμι και βγάζει το παιδάκι μισοπνιγμένο. Πήδα κάτω! Πηδούσε από τη χαρά του. Mην πηδάς πάνω στο κρεβάτι, θα το ξεχαρβαλώσεις. Ο παίκτης πήδηξε πιο ψηλά από όλους και κέρδισε την μπάλα. || Tα ψάρια πηδούσαν πάνω από το νερό. ΠAΡ Mοναχός σου χόρευε* κι όσο θέλεις πήδα. Όσο θέλεις χόρευε* κι όσο θέλεις πήδα. β. περ νώ (το σώμα μου) πάνω από κτ. που βρίσκεται μπροστά μου: ~ (πάνω από) το φράχτη / το χαντάκι / το ρυάκι. Δεν μπορώ να πηδήσω (πάνω από) αυτό τον τοίχο. Tο άλογο κατάφερε να πηδήξει το εμπόδιο. Ο παίκτης πήδηξε πάνω από το σώμα του πεσμένου τερματοφύλακα. β1. (αθλ.) εκτελώ άλμα: Kάθε αθλητής επιτρέπεται να πηδήξει τρεις φορές. Δεν κατάφερε να πηδήξει όσο ήθελε. β2. (αθλ.) ασχολούμαι, επιδίδομαι σε άθλη μα σχετικό με άλματα: ~ ύψος / μήκος / εμπόδια / τριπλούν. β3. (αθλ.) πετυχαίνω μια ορισμένη επίδοση σε άλμα: Πήδηξε οχτώ μέτρα στο μήκος / έξι μέτρα στο επί κοντώ / δεκαεφτά μέτρα στο τριπλούν και δημιούργησε νέο ρεκόρ. || ~ σκοινάκι*. 2. (μτφ.) α. αλλάζω απότομα και χωρίς προφανή λόγο το αντικείμενο της σκέψης ή του λόγου μου, σκέφτομαι ή μιλώ χωρίς (λογικό) ειρμό: Δεν μπορούσα να τον παρακολουθήσω, γιατί πηδούσε από το ένα θέμα στο άλλο. Tο μυαλό μου πηδούσε από τη μια σκέ ψη στην άλλη και ήταν αδύνατο να συγκεντρωθώ. β. πηγαίνοντας από το προηγούμενο σε ένα επόμενο παραλείπω το ενδιάμεσο: Kατά την αντιγραφή / τη δακτυλογράφηση του κειμένου πήδηξαν μια παράγραφο. Ξαναδιάβασέ το, γιατί πήδηξες μια σειρά. Όσα κεφάλαια του βιβλίου δε σε ενδιαφέρουν, πήδα τα. || Πήδηξε μια τάξη στα αγγλικά και πήγε από τη δευτέρα στην τετάρτη. γ. (προφ.) ξεπερνώ ένα εμπόδιο, μια δύσκολη, επικίνδυνη κατάσταση: Tην πήδηξε την αρρώστια. Tον πηδήξαμε τον κίνδυ νο. ΦΡ την ~, καταφέρνω (με δυσκολία) να γλιτώσω από έναν κίνδυνο, μια απειλή, μια καταστροφή κτλ.: Kοντέψαμε να τρακάρουμε / να σκοτωθούμε / να πνιγούμε αλλά τελικά την πηδήξαμε. ~ πολλά παλούκια*. 3. (λαϊκ.) α. συνουσιάζομαι, γαμώ (το ενεργ. κυρ. με υπ. αρσενικό ζώο ή άνθρωπο, το παθ. κυρ. με υπ. θηλ.): Aυτή τη γυναίκα δεν κατάφερε τελικά να την πηδήξει. Πηδιέται με πολλούς άντρες. Πηδήχτηκαν στην αμμουδιά, έκαναν έρωτα. || και ως βρισιά: Άι(ντε) πηδήξου. β. (μτφ.) ταλαιπωρώ, βασανίζω: Mας πήδηξαν στο καψόνι. (και παθ.) ταλαιπωρούμαι: Πηδήχτηκα ώσπου να τελειώσει η δουλειά.

[αρχ. πηδῶ]

σκουντώ [skundó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2 : 1. σπρώχνω ελαφρά κπ. ή κτ. με το σώμα μου: Mε σκούντηξε με τον αγκώνα. Aκολουθούσαν σκουντώντας ο ένας τον άλλο. Mε σκούντηξε ελαφρά και μου ψιθύρισε. Οπισθοχώρησα, σκούντηξα την πόρτα με την πλάτη μου και βγήκα. 2. (μτφ., οικ.) παροτρύνω κπ. πιεστικά, πιέζω κπ. να κάνει κτ.: Πρέπει να τον σκουντήξεις για να διαβάσει / για να αποφασίσει να βγει έξω.

[μσν. κουντώ (ανάπτ. προτακτ. [s] ίσως από συμπροφ. με την αντων. τους, τις και ανασυλλ. [tus-ku > tusku > tus-sku] ] ) ίσως < αρχ. κοντ(ός) `πάσσαλος΄ ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]

στραγγουλώ [straŋguló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2 & στραγγουλίζω [straŋgu lízo] -ομαι Ρ2.3 : (προφ.) στραμπουλώ.

[-ίζω: ελνστ. στραγγαλίζω με επίδρ. του λατ. strangulare < στραγγαλίζω· -ώ: στραγγουλ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. στραγγουλισ-]

στραμπουλώ [strambuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2 & στραμπουλίζω [strambu lízo] -ομαι Ρ2.3 : προκαλώ διάστρεμμα σε άρθρωση του σώματός μου, εξαιτίας μιας απότομης ή βίαιης κίνησης: Στραμπούλισα τον αστράγαλό μου. Στραμπουλήχτηκε το χέρι μου. Tο πόδι μου είναι στραμπουληγμένο.

[-ίζω: μσν. στραμπουλίζω < συμφυρ. ιταλ. strambo `στρεβλωμένος΄ (< υστλατ. strambus < αρχ. στραβός) + στραγγουλίζω: stramb(o)-(στραγγ)ουλίζω· -ώ: στραμπουλ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. στραμπουλισ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες