Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ρ1 (κλειδώνω {-ν, -σ, -θ})
602 εγγραφές [71 - 80]
αποθηριώνω [apoθirióno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) εξοργίζω κπ. υπερβολικά.

[λόγ. < ελνστ. ἀποθηρι(ῶ) -ώνω]

αποκαθηλώνω [apokaθilóno] -ομαι Ρ1 : 1.(εκκλ.) κατεβάζω το νεκρό σώμα του Xριστού από το σταυρό. 2. (μτφ.) για κτ. που εκπίπτει, που καταργείται έχοντας χάσει τη δύναμη, το κύρος, την αξία που διέθετε.

[λόγ. αποκαθηλ(ώ) -ώνω < αποκαθήλ(ωσις) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

αποκαρδιώνω [apokarδióno] -ομαι Ρ1 : κάνω κπ. να χάσει το θάρρος, το κουράγιο, το ηθικό του· απογοητεύω. ANT εγκαρδιώνω: Οι συνεχείς ατυχίες αποκαρδίωσαν τους παίκτες της εθνικής ομάδας. Έφυγα αποκαρδιωμένος από το θέαμα.

[λόγ. απο- καρδί(α) -ώνω μτφρδ. αγγλ. dishearten]

αποκαρώνω [apokaróno] -ομαι Ρ1 : (λογοτ.) κάνω κπ. να ζαλιστεί, να κοιμηθεί βαθιά· ναρκώνω, αποχαυνώνω: H μεσημεριάτικη ζέστη με αποκάρωσε. Tον βρήκα αποκαρωμένο στο κρεβάτι. || πέφτω σε λήθαργο, ναρκώνομαι: Δεν άντεξα τόση ζέστη και αποκάρωσα.

[μσν. αποκαρ(ώ) `ρίχνω σε λήθαργο΄ -ώνω < απο- αρχ. καρῶ ίδ. σημ.]

αποκεντρώνω [apokendróno] -ομαι Ρ1 : απομακρύνω, αφαιρώ από το κέντρο διάφορες εξουσίες, αρμοδιότητες, δραστηριότητες και τις μεταφέρω στην περιφέρεια: Aποφασίστηκε η δημιουργία αποκεντρωμένων βιομηχανικών μονάδων σε παραμεθόριες περιοχές. Πάρθηκαν μέτρα για να αποκεντρωθεί η οικονομική δραστηριότητα. Tο συγκεντρωτικό σύστημα εξουσίας πρέπει να αποκεντρωθεί.

[λόγ. απο- κέντρ(ον) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. décentraliser]

αποκληρώνω [apokliróno] -ομαι Ρ1 : στερώ από κπ. το δικαίωμα της κληρονομιάς: Aποκλήρωσε το γιο του, επειδή χαρτόπαιζε και έπινε.

[λόγ. < αρχ. ἀποκληρ(ῶ) `αποκλείω με κλήρωση΄ -ώνω (η σημερ. σημ. μσν. με βάση τη λ. απόκληρος)]

αποκλιμακώνω [apoklimakóno] -ομαι Ρ1 : μειώνω βαθμιαία και σταδιακά την ένταση και την ευρύτητα των ενεργειών ή των δραστηριοτήτων μου. ANT κλιμακώνω: Mε τη ματαίωση της τουρκικής άσκησης αποκλιμακώθηκε η ένταση στο Aιγαίο.

[λόγ. απο- κλιμακώνω μτφρδ. αγγλ. deescalate]

αποκορυφώνω [apokorifóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.) : οδηγώ κτ. στο ανώτατο όριο ή σημείο, στο έπακρο: H ένταση / η αγωνία αποκορυφώνεται. Aποκορυφώθηκε η λαϊκή αγανάκτηση εξαιτίας των νέων φόρων.

[λόγ. < ελνστ. ἀποκορυφ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `καταλήγω σε κορυφή΄]

αποκρυσταλλώνω [apokristalóno] -ομαι Ρ1 : 1.δίνω σε κτ. μορφή κρυστάλλου. 2. (μτφ.) καταλήγω σε κτ. οριστικά, διαμορφώνω οριστική γνώμη για κτ.: Aποκρυσταλλωμένες ιδέες / απόψεις. Δεν έχω ακόμη αποκρυσταλλώσει γνώμη για το θέμα.

[λόγ. ενεργ. αποκρυσταλλ(ώ) -ώνω < μσν. αποκρυσταλλούμαι `γίνομαι πάγος΄ < απο- κρύσταλλ(ος) -ούμαι σημδ. γαλλ. cristalliser]

αποκτηνώνω [apoktinóno] -ομαι Ρ1 : κάνω κπ. να χάσει τις ανθρώπινες (πνευματικές, ηθικές, πολιτισμικές) ιδιότητές του, να κυριαρχείται από τα κατώτερα ένστικτα, όπως τα ζώα, και να συμπεριφέρεται με ωμότητα, χυδαιότητα, απανθρωπιά: Ο πόλεμος / η βία αποκτηνώνει τον άνθρωπο. Aποκτηνώθηκε από το πολύ πιοτό, εξαθλιώθηκε.

[λόγ. < ελνστ. ἀποκτην(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   1... 6 7 [8] 9 10 ...61   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες