Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 602 εγγραφές [401 - 410] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεθεώνω [kseθeóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) κουράζω υπερβολικά κπ., τον υποχρεώνω να καταβάλει υπερβολική προσπάθεια, τον ταλαιπωρώ: Tον ξεθέωσαν στη δουλειά. Έπεσε να κοιμηθεί ξεθεωμένος από την κούραση. Ξεθεώθηκα στο περπάτημα όλη μέρα. || Mε ξεθέωσε με τη φλυαρία του / με τις ερωτήσεις του.
[ξε- θε(ός) -ώνω (διαφ. το ελνστ. ἐκθεῶ `θεωρώ κπ. θεό΄)]
- ξεθηλυκώνω [kseθilikóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) ξεκουμπώνω. ANT θηλυκώνω.
[μσν. ξεθηλυκώνω < ξε- θηλυκώνω]
- ξεκαλουπώνω [ksekalupóno] -ομαι Ρ1 : αφαιρώ τα καλούπια. ANT καλουπώνω.
[ξε- καλουπώνω]
- ξεκαλτσώνω [ksekaltsóno] -ομαι Ρ1 : βγάζω τις κάλτσες κάποιου ή δεν του βάζω πια κάλτσες: Πολύ νωρίς το ξεκάλτσωσες το μωρό. Ξεκαλτσώ θηκε και μπήκε στο νερό.
[μσν. *ξεκαλτσώνω (πρβ. μσν. ξεκαρτσώνω) < ξε- κάλτσ(α) -ώνω]
- ξεκαπακώνω [ksekapakóno] -ομαι Ρ1 : αφαιρώ από κτ. το καπάκι, το σκέπασμα. ANT καπακώνω: Ξεκαπάκωσε την κατσαρόλα! Δεν μπορώ να ξεκαπακώσω το δοχείο.
[ξε- καπακώνω]
- ξεκαρφώνω [ksekarfóno] -ομαι Ρ1 : αφαιρώ τα καρφιά, αποσυνδέω κτ. που ήταν καρφωμένο. ANT καρφώνω: Ξεκαρφώθηκαν οι σανίδες της οροφής.
[μσν. ξεκαρφώνω < ξε- καρφώνω]
- ξεκλειδώνω [ksekliδóno] -ομαι Ρ1 : ανοίγω με κλειδί κτ. κλειδωμένο. ANT κλειδώνω: Δεν μπορώ να ξεκλειδώσω το συρτάρι. H πόρτα ήταν ξεκλειδωμένη.
[ξε- κλειδώνω]
- ξεκουκουλώνω [ksekukulóno] -ομαι Ρ1 : ANT κουκουλώνω. 1. αφαιρώ την κουκούλα ή κάποιο άλλο παρόμοιο κάλυμμα. 2. (μτφ., οικ.) αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω κάποια αδικία ή παρανομία.
[ξε- κουκουλώνω]
- ξεκουμπώνω [ksekumbóno] -ομαι Ρ1 : ανοίγω κτ., κυρίως ρούχο, βγάζοντας τα κουμπιά από τις κουμπότρυπες ή απελευθερώνοντας έναν παρεμφερή μηχανισμό. ANT κουμπώνω: Ξεκούμπωσε το παλτό σου / το κουμπί του γιακά σου. Ξεκουμπώσου, γιατί κάνει ζέστη. Kούμπωσε την τσάντα σου, γιατί ξεκουμπώθηκε.
[ξε- κουμπώνω]
- ξεκωλώνω [ksekolóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκ.) 1. κουράζω κπ. υπερβολικά· τον αναγκάζω να καταβάλει υπερβολική προσπάθεια· ξεθεώνω: Mας ξεκώλωσε / ξεκωλωθήκαμε στη δουλειά. Γύρισε το βράδυ ξεκωλωμένη, κατακουρασμένη. 2. (παθ.) είμαι πολύ τυχερός: Ξεκωλώθηκα χθες το βράδυ στα χαρτιά, κέρδιζα συνέχεια.
[ξε- κώλ(ος) -ώνω (πρβ. μσν. ξεκωλωμένος `κίναιδος΄)]



