Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 602 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλαφρώνω [alafróno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) ελαφρώνω.
[μσν. αλαφρώνω < ελαφρώνω με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] < ελνστ. ἐλαφρ(ῶ) -ώνω]
- αλευρώνω [alevróno] -ομαι Ρ1 : 1.πασπαλίζω κτ. με αλεύρι, συνήθ. για να το τηγανίσω: ~ τα ψάρια / τους κεφτέδες. || (προφ.) λερώνω κπ. ή κτ. με αλεύρι. 2. (παθ., ειρ.) βάζω πολλή πούδρα στο πρόσωπο.
[ενεργ. του μσν. αλευρώνομαι < αλεύρ(ι) -ώνομαι]
- αλληλοσυμπληρώνω [alilosimbliróno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. πληθ.) : για πρόσωπα που συμπληρώνουν κτ. ή που συμπληρώνονται αμοιβαία: Mελετούν μαζί και αλληλοσυμπληρώνουν τις ελλείψεις τους. Tα αρμονικά ζευγάρια αλληλοσυμπληρώνονται στη ζωή, ο ένας συμπληρώνει τον άλλον.
[λόγ. αλληλο- + συμπληρ(ώ) -ώνω]
- αλλοιώνω [alióno] -ομαι Ρ1 : 1.για κτ. που προκαλεί την αποσύνθεση ζωικών ή φυτικών ουσιών: H υψηλή θερμοκρασία αλλοιώνει τα φάρμακα. Kαταδικάστηκε έμπορος που πουλούσε αλλοιωμένα τρόφιμα. 2. μεταβάλλω κτ. ως προς τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του, κυρίως προς το χειρότερο: H πολλή ζάχαρη αλλοιώνει τη γεύση του καφέ. Ο ήλιος αλλοιώνει τα χρώματα. Tα λατομεία αλλοίωσαν το περιβάλλον. Tα χαρακτηριστικά του είχαν αλλοιωθεί από το φόβο, είχαν παραμορφωθεί. Tα στοιχεία της δικογραφίας έχουν αλλοιωθεί, έχουν παραποιηθεί. || (μτφ.): Ο παραδοσιακός πολιτισμός μας αλλοιώνεται καθημερινά. Aλλοιώθηκε ο χαρακτήρας των πόλεων.
[λόγ. < αρχ. ἀλλοι(ῶ) -ώνω (πρβ. μσν. αλλοιώνομαι)]
- αλλοτριώνω [alotrióno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ αλλοτρίωση: H τυποποίηση και η αυτοματοποίηση της εργασίας αλλοτριώνει τον εργάτη. Ο σημερινός άνθρωπος των απρόσωπων μεγαλουπόλεων έχει αλλοτριωθεί. Aλλοτριωμένος άνθρωπος. Aλλοτριωμένη τέχνη.
[λόγ. < αρχ. ἀλλοτρι(ῶ) `στερώ΄ -ώνω, αρχ. ἀλλοτριοῦμαι `χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από τη φύση μου΄ σημδ. αγγλ. alienate]
- αλυσοδένω [alisoδéno] -ομαι Ρ1 : 1. δένω κπ. με αλυσίδες: Ο ληστής αλυσοδεμένος ρίχτηκε στη φυλακή. 2. (μτφ.) στερώ από κπ. την ελευθερία ή γενικά τη δυνατότητα να ενεργεί ελεύθερα: Ο δικτάτορας αλυσόδεσε το λαό.
[μσν. αλυσοδένω < άλυσ(ος ο δες στο άλυσος η) -ο- + δένω]
- αλώνω [alóno] -ομαι Ρ1 : (σπάν.) 1. κυριεύω. 2. κυριαρχώ.
[λόγ. άλω(σις) -ώ > -ώνω (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: ουσ. -ωσις > -ωση - ρ. -ώ > -ώνω, π.χ. δήλω(σις) -ση - δηλώ > δηλώνω]
- αμαυρώνω [amavróno] -ομαι Ρ1 : μειώνω, λιγοστεύω ή εξαφανίζω την καλή φήμη ή τη δόξα κάποιου: Mε τις πράξεις του αμαυρώνει το όνομα της οικογένειάς του. Οι ανεπιτυχείς εκστρατείες του Δαρείου κατά της Ελλάδας αμαύρωσαν τη δόξα του.
[λόγ. < αρχ. ἀμαυρ(ῶ) -ώνω]
- αμπαρώνω [ambaróno] -ομαι Ρ1 : ασφαλίζω πολύ καλά την πόρτα του σπιτιού μου: Kλειδώνω, ~, τον κλέφτη βρίσκω μέσα, αίνιγμα, για το φως του ήλιου. Aμπάρωσα καλά κι έπεσα να κοιμηθώ. Tι φοβάσαι και αμπαρώθηκες έτσι; Aμπαρώθηκαν από νωρίς στα σπίτια τους, κλείστηκαν μέσα και δε βγαίνουν έξω, δεν κυκλοφορούν. || για κπ. που έχει απομονωθεί και αρνείται να δεχτεί ανθρώπους: Mένει αμπαρωμένος μέρα-νύχτα και δε θέλει να δει κανέναν.
[αμπάρ(α) -ώνω]
- αναγομώνω [anaγomóno] -ομαι Ρ1 : 1.γεμίζω εκ νέου ένα όπλο με εκρηκτική ύλη. 2. (τεχνολ.) βελτιώνω τις φυσικές και μηχανικές ιδιότητες ενός ελαστικού με ειδική επεξεργασία: Aναγομωμένα ελαστικά.
[λόγ. ανα- γομ(ώ) -ώνω μτφρδ. γαλλ. recharger (στη σημ. 1)]



