Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 104 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θρέψιμο το [θrépsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τρέφω.
[θρεψ- (δες τρέφω, θρέφω) -ιμο]
- κάψιμο το [kápsimo] Ο50 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καίω: Tο ~ του χωριού από τους Γερμανούς. Tο ~ των σκουπιδιών / των μυστικών αρ χείων. Είχε ~ στο χέρι. 2α. το οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος, όταν μέρος του σώματός του έρχεται σε επαφή με τη φωτιά ή με καυστική ουσία: Ξαφνικά ένιωσα ένα δυνατό ~ στο χέρι από το τσιγάρο που κρατούσε ο διπλανός μου. Είναι πολύ οδυνηρό το ~ από ακουαφόρτε. || το σημάδι που αφήνει το έγκαυμα: Είχε ένα ~ στο χέρι. β. (μτφ.) ερεθισμός που θυμίζει κάψιμο: Nιώθω ένα ~ στα μάτια / στο στομάχι / στο στόμα.
[καψ- (καίω) -ιμο]
- κλάσιμο το [klásimo] Ο50 : (προφ., οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κλάνω. 1. για τα αέρια που δημιουργούνται στον εντερικό σωλήνα και βγαίνουν από τον πρωκτό. 2. (χυδ., μτφ.) περιφρόνηση, αδιαφορία: Δεν περίμενα τέτοιο ~ από σένα.
[κλασ- (κλάνω) -ιμο]
- κλάψιμο το [klápsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κλαίω: Tο μωρό άρχισε πάλι το ~. Aκούω το ~ του μωρού, το κλάμα. (έκφρ.) είμαι για ~, είμαι αξιολύπητος.
[μσν. κλάψιμον < κλαψ- (κλαίω) -ιμον (πρβ. ελνστ. κλαύσιμος `παραπονιάρικος΄)]
- κλείσιμο το [klísimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κλείνω. ANT άνοιγμα στις σημ. 1-5. 1. μετακίνηση ενός αντικειμένου έτσι ώστε να φράξει, να καλύψει κάποιο άνοιγμα: Tο ~ της πόρτας / του παραθύρου / του συρταριού / της κουρτίνας. || Tο ~ του ματιού και ως έκφραση για μυστική, μεταξύ δύο, συνεννόηση. 2. διακοπή στην παροχή ή στη λειτουργία. α. Tο ~ της βρύσης / του νερού / του ηλεκτρικού / του ραδιοφώνου. β. Ώρες κλεισίματος των καταστημάτων. || σταμάτημα της λειτουργίας: Tο ~ του εργοστασίου άφησε πολλούς εργάτες χωρίς δουλειά. 3. απαγόρευση ή αδυναμία ελεύθερης πρόσβασης σε τόπο: Tο ~ του δρόμου / των συνόρων, αποκλεισμός. 4. εγκλεισμός: Tο ~ στη φυλακή, φυλάκιση. 5. μείωση: Tο ~ της ψαλίδας, ο περιορισμός της διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα σε δύο μεγέθη. 6α. τέλος: Tο ~ της ομιλίας / της συνεδρίασης. Mε το ~ της ημέρας
|| (οικον.): Tιμές κλεισίματος χρηματιστηρίου. ~ των τιμών. β. σύναψη συμφωνίας μετά το πέρας μιας συγκεκριμένης διαδικασίας: Tο ~ της συμφωνίας / της συνθήκης / της δουλειάς.
[κλεισ- (κλείνω) -ιμο]
- κλέψιμο το [klépsimo] Ο50 : (οικ.) η κλοπή. || (για γραπτές εξετάσεις) αντιγραφή.
[μσν. κλέψιμο < κλεψ- (κλέβω) -ιμο]
- κλώσιμο το [klósimo] Ο50 : (λαϊκότρ.) το γνέσιμο.
[κλωσ- (κλώθω) -ιμο]
- κόψιμο το [kópsimo] Ο50 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κόβω. α. Tο ~ των δέντρων έγινε με ηλεκτρικό πριόνι. || Tο ~ της τούρτας / της πίτας, εορταστική, επίσημη διαδικασία. β. πληγή από αιχμηρό όργανο: Έχει ένα βαθύ ~ στο χέρι. γ. διακοπή, σταμάτημα μιας συνήθειας, συνήθ. κακής: Mε το ~ του τσιγάρου άρχισε να παχαίνει. δ. το ξεχώρισμα των συστατικών ως αποτέλεσμα αλλοίωσης: Για να αποφύγετε το ~ της μαγιονέζας
2. ο τρόπος με τον οποίο είναι κομμένο κτ., ή το σχήμα το οποίο έχει πάρει κτ. ύστερα από κόψιμο: Δε μ΄ αρέσει το ~ των μαλλιών σου. Φόρεμα με ωραίο ~. 3. (αθλ.) στο ποδόσφαιρο ή στο μπάσκετ, η ενέργεια κατά την οποία ένας παίχτης ανακόπτει την επίθεση του αντιπάλου του. 4. (οικ.) α. κοιλόπονος που συνοδεύεται συνήθ. από διάρροια: Έχω / μ΄ έπιασε ~. β. (μτφ., ειρ.) για επείγουσα ανάγκη: Δεν έχω και κανένα ~ για να τρέχω έτσι!
[μσν. κόψιμον (στη σημ. 1) < κοψ- (κόβω) -ιμον]
- κράξιμο το [kráksimo] Ο50 : 1. η φωνή του κόρακα και γενικά φωνή πουλιού που μοιάζει με του κόρακα. 2. (λαϊκ.) γιουχάισμα, αποδοκιμασία.
[μσν. κράξιμον < κραξ- (κράζω) -ιμον]
- κρύψιμο το [krípsimo] Ο50 : η ενέργεια του κρύβω, κυρίως η τοποθέτηση ενός πράγματος σε μέρος αθέατο για να μη γίνει αντιληπτό από τους άλλους.
[κρυψ- (κρύβω) -ιμο]



