Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο5 (φύλακας, φύλακα, φύλακες)
352 εγγραφές [301 - 310]
συμβουλάτορας ο [simvulátoras] Ο5 : α.άτομο που συστηματικά συμβουλεύει και καθοδηγεί κάποιο άλλο, συνήθ. ειρωνικά, για κπ. που οι συμβουλές του οδηγούν σε λανθασμένες ενέργειες: Δε χρειαζόμαστε συμβουλάτορες. β. (ιστ.) σύμβουλος.

[λόγ. < μσν. συμβουλάτωρ, αιτ. -άτορα < συμβουλ(ή) -άτωρ (δες -άτορας)]

συνάρχοντας ο [sinárxondas] Ο5 : αυτός που κυβερνάει μαζί με κπ. άλλον.

[λόγ. < αρχ. συνάρχων, αιτ. -οντα (μεε. του συνάρχω `συγκυβερνώ΄)]

συναυτοκράτορας ο [sinaftokrátoras] Ο5 : αυτός που μοιράζεται την αυτοκρατορική εξουσία με κπ. άλλον.

[λόγ. συν- αυτοκράτ(ωρ) -ορας (πρβ. μσν. συναυτοκτατορώ `είμαι συναυτοκράτορας΄)]

σφραγιδοφύλακας ο [sfrajiδofílakas] Ο5 : τίτλος ανώτατου κρατικού λειτουργού που είναι υπεύθυνος για τη μεγάλη σφραγίδα του κράτους.

[λόγ. < ελνστ. σφραγιδοφύλαξ, αιτ. -ακα]

σωληνοκάβουρας ο [solinokávuras] Ο5 : (τεχν.) κλειδί με ρυθμιζόμενο άνοιγμα, που χρησιμοποιείται για το βίδωμα ή το ξεβίδωμα σωλήνων ή άλλων κυλινδρικών κομματιών με σπείρωμα.

[σωλήν(ας) -ο- + κάβουρας]

σωματοφύλακας ο [somatofílakas] Ο5 : άνδρας που ανήκει σε ένοπλο σώμα και που είναι υπεύθυνος για την προσωπική ασφάλεια ενός υψηλού προσώπου. || ειδικά εκπαιδευμένο άτομο που συνοδεύει και προστατεύει από κινδύνους ή από ενοχλήσεις ένα ισχυρό ή διάσημο πρόσωπο.

[λόγ. < ελνστ. σωματοφύλαξ, αιτ. -ακα]

σώφρονας [sófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : σώφρων, συνήθ. ως ουσ.

[λόγ. < αρχ. σώφρων, αιτ. -ονα]

ταπεινόφρονας [tapinófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : ταπεινόφρων. || (ως ουσ.).

[λόγ. < ελνστ. ταπεινόφρων, αιτ. -ονα]

τάπητας ο [tápitas] Ο5 : 1. (λόγ.) χαλί: Περσικοί / χειροποίητοι / πολυτελείς τάπητες. ΦΡ θέτω επί τάπητος (ένα θέμα), το προτείνω για οριστική συζήτηση. 2. για κτ. που καλύπτει μια επιφάνεια από τη μία άκρη ως την άλλη: Aσφαλτικός ~ / ~ της ασφάλτου, η στρώση της ασφάλτου στο κατάστρωμα του δρόμου. ~ του γηπέδου, το γρασίδι που καλύπτει τον αγωνιστικό χώρο. || Kυλιόμενος* ~.

[λόγ. < αρχ. τάπης, αιτ. -ητα `χαλί΄ & σημδ. γαλλ. tapis (τάπης: δες στα ταπετσάρω, ταπί)]

ταχυθερμοσίφωνας ο [taxiθermosífonas] Ο5 : θερμοσίφωνας που ζεσταίνει πολύ γρήγορα το νερό.

[λόγ. ταχυ- + θερμοσίφωνας]

< Προηγούμενο   1... 29 30 [31] 32 33 ...36   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες