Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο5 (φύλακας, φύλακα, φύλακες)
352 εγγραφές [281 - 290]
πρωτομάρτυρας ο [protomártiras] Ο5 & πρωτομάρτυς ο [protomártis] Ο (λόγ.) : 1. (εκκλ.) αυτός που πρώτος μαρτύρησε για τη χριστιανική πίστη: Ο Πρωτομάρτυς Στέφανος. 2. χαρακτηρισμός του πρώτου ή πολύ σημαντικού μάρτυρα που αγωνίστηκε και πέθανε για ορισμένο ιδανικό: Ρήγας Φεραίος, ο ~ της ελληνικής ανεξαρτησίας.

[λόγ. < ελνστ. πρωτομάρτυς & αιτ. -υρα]

πρωτομάστορας ο [protomástoras] Ο5 προφ. πληθ. και πρωτομαστόροι : 1. ο επικεφαλής μιας ομάδας τεχνιτών και ιδίως χτιστών: Tο τραγούδι λέει ότι έθαψαν στα θεμέλια του γεφυριού τη γυναίκα του πρωτομάστορα. 2. πρωτεργάτης.

[μσν. πρωτομάστορας < πρωτο- + μάστορας]

πύθωνας ο [píθοnas] Ο5 : μεγάλο φίδι της Aσίας και της Aφρικής που σκοτώνει τη λεία του σφίγγοντάς την δυνατά με το σώμα του.

[λόγ. < γαλλ. python (στη νέα σημ.) < αρχ. Πύθων (όν. τεράστιου φιδιού που σκότωσε ο Aπόλλωνας στους Δελφούς)]

πώγωνας ο [póγonas] Ο5 : (λόγ.) το γένι και με επέκταση το πιγούνι.

[λόγ. < αρχ. πώγων, αιτ. -ωνα `γένι΄]

ρήτορας ο [rítoras] Ο5 : α.αυτός που μιλάει μπροστά σε ακροατήριο, προς το οποίο και απευθύνεται, συνήθ. από ένα βήμα: Φωνές αποδοκιμασίας διέκοψαν το ρήτορα. Aυτοσχέδιοι ρήτορες παρότρυναν τους διαδηλωτές να προχωρήσουν. β. αυτός που έχει μια εξαιρετική ικανότητα να μιλάει με ευφράδεια μπροστά σε ένα ακροατήριο και να το συγκινεί, ο καλός ρήτορας: Σήμερα, λίγοι από τους πολιτικούς είναι και ρήτορες. || Οι μεγάλοι ρήτορες της αρχαιότητας, ο Δημοσθένης, ο Kικέρωνας κτλ.

[λόγ. < αρχ. ῥήτωρ, αιτ. -ορα]

ρινοφάρυγγας ο [rinofáriŋgas] Ο5 : (ανατ.) το τμήμα του φάρυγγα που βρίσκεται πίσω από τις ρινικές κοιλότητες.

[λόγ. ρινο- + φάρυγξ > φάρυγγας]

ρόδακας ο [róδakas] Ο5 : (αρχιτ.) κόσμημα που παριστάνει σχηματοποιημένο ρόδο (τριαντάφυλλο) με ανοιχτά ακτινωτά φύλλα.

[λόγ. ρόδ(ον) -αξ > -ακας σφαλερή δημιουργία μτφρδ. γαλλ. rosace]

ρότορας ο [rótoras] Ο5 : το στρεφόμενο μέρος ηλεκτρικής μηχανής ή συσκευής.

[λόγ. ρότ(ωρ) -ορας < αγγλ. rotor]

ρούφουλας ο [rúfulas] Ο5 : 1.ανεμοστρόβιλος. 2. ρουφήχτρα σε θάλασσα, λίμνη, ποτάμι.

[ίσως ρέφουλα παρετυμ. ρουφώ και αρσ. κατά το επίθημα -ουλας]

σακχαρομύκητας ο [sakxaromíkitas] Ο5 : (χημ.) μύκητας που αναπτύσσεται σε ζαχαρούχα υγρά και προκαλεί ζύμωση· ζυμομύκητας.

[λόγ. < διεθ. saccharo- = σακχαρο-2 + myces < αρχ. μύκης > μύκητας]

< Προηγούμενο   1... 27 28 [29] 30 31 ...36   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες