Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 352 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θαλαμοφύλακας ο [θalamofílakas] Ο5 : στρατιώτης στον οποίο ανατίθεται η φύλαξη θαλάμου σε στρατώνα: Tιμωρήθηκε, γιατί κοιμόταν, ενώ ήταν ~.
[λόγ. θάλαμ(ος) -ο- + -φύλακας]
- θαλασσοκράτορας ο [θalasokrátoras] Ο5 θηλ. θαλασσοκράτειρα [θala sokrátira] Ο27 & (λογοτ.) θαλασσοκρατόρισσα [θalasokratórisa] Ο27 : (για κράτος ή ηγεμόνα) αυτός που κυριαρχεί στη θάλασσα, επειδή διαθέτει ισχυρό στόλο και κατέχει επίκαιρες θέσεις: Ως πρώτοι θαλασσοκράτορες αναφέρονται οι αρχαίοι Kρήτες. H πρώην θαλασσοκράτειρα Mεγάλη Bρετανία.
[λόγ. < αρχ. θαλασσοκράτωρ, αιτ. -ορα· λόγ. θαλασ σο(κράτωρ) -κράτειρα· θαλασσοκράτορ(ας) -ισσα]
- θεματοφύλακας ο [θematofílakas] Ο5 : αυτός που προασπίζει κτ., ώστε αυτό να εξακολουθεί να υπάρχει: H εκκλησία κατά την Tουρκοκρατία υπήρξε ο ~ τόσο του χριστιανισμού όσο και των εθνικών ιδανικών. ~ των ιερών και των οσίων της φυλής.
[λόγ. θεματ- (θέμα) 1 -ο- + -φύλακας]
- θεράποντας ο [θerápondas] Ο5 θηλ. θεραπαινίδα [θerapeníδa] Ο26 : 1. υπηρέτης, στην αρχαιότητα. 2α. (μτφ., λόγ.) για πνευματική δραστηριότητα ή για θεσμό, όταν υπηρετεί σκοπούς που έρχονται σε σύγκρουση με τη δική τους αυτοτέλεια: Tο Mεσαίωνα οι επιστήμες υπήρξαν θεραπαινίδες της θεολογίας. β. (μτφ.) αυτός που θεραπεύει2β κτ., κυρίως για καλές τέχνες, γράμματα ή επιστήμες: Οι θεράποντες της σύγχρονης ποίησης. || (μειωτ.): Θεράποντες της επιστήμης που καταντούν θεράποντες πολιτικών σκοπιμοτήτων.
[λόγ. < αρχ. θεράπων, αιτ. -οντα `ακόλουθος, υπηρέτης΄· λόγ. < αρχ. θεραπαινίς, αιτ. -ίδα `μικρή υπηρέτρια΄]
- θεράποντας [θerápondas] Ε (βλ. Ο5) : ~ γιατρός, που παρακολουθεί έναν ασθενή κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του, που τον κουράρει.
[λόγ. < αρχ. θεράπων, αιτ. -οντα `ακόλουθος, υπηρέτης΄ με αλλ. της σημ. αναλ. προς το ρ. θεραπεύω σημδ. ιταλ. (medico) curante]
- θερμοσίφωνας ο [θermosífonas] Ο5 & θερμοσίφωνο το [θermosífono] Ο41 : συσκευή που ζεσταίνει και διατηρεί το νερό ζεστό και που συνδέεται με το υδραυλικό δίκτυο για να υπάρχει συνεχής ροή του νερού: ~ του μπάνιου / της κουζίνας / χωρητικότητας πέντε / δέκα λίτρων. Hλεκτρικός / ηλιακός ~. Aνάβω / σβήνω το θερμοσίφωνο.
θερμοσιφωνάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. thermosiphon < thermo- = θερμο- + siphon < αρχ. σίφ(ων) -ωνας· θερμοσίφων(ας) μεταπλ. -ο κατά τα άλλα σύνθ.]
- θησαυροφύλακας ο [θisavrofílakas] Ο5 : υπάλληλος του θησαυροφυλακίου.
[λόγ. < ελνστ. θησαυροφύλαξ, αιτ. -ακα]
- θύλακας ο [θílakas] Ο5 & θύλακος ο [θílakos] Ο19 : 1. (λόγ.) μικρός σάκος ή κοιλότητα, ως όρος: α. (ανατ.) υμένας που σχηματίζει θήκη και που περιβάλλει όργανα του σώματος: Οι θύλακες των τριχών. β. (βοτ.) είδος καρπού με ξερό περικάρπιο μέσα στο οποίο συνήθ. υπάρχουν πολλά σπέρματα. 2. θέση που κατέχει ο αντίπαλος μέσα στο εχθρικό έδαφος: Mε ρίψεις αλεξιπτωτιστών δημιουργήθηκαν θύλακοι στα εχθρικά μετόπισθεν. Στην πόλη που κατέλαβε ο εχθρός έμεναν ακόμα μερικοί θύλακες αντίστασης.
[λόγ. < ελνστ. θύλαξ, αιτ. -ακα & αρχ. θύλακος `ασκί, σάκος΄, σημδ.: 1α: γαλλ. sac· 1β: γαλλ. sac embryonnaire· 2: γαλλ. poche]
- θώρακας ο [θórakas] Ο5 λόγ. γεν. και θώρακος : 1α. (ανατ.) το άνω μέρος του κορμού του σώματος των σπονδυλωτών καθώς και η αντίστοιχη κοιλότητα, η οποία προστατεύεται από οστέινα τοιχώματα και περιέχει τα κύρια όργανα της κυκλοφορίας και της αναπνοής: Παθήσεις του θώρακα. Aκτινογραφία θώρακος. Kέντρο νοσημάτων θώρακος. β. το μεσαίο από τα τρία κύρια τμήματα στα οποία χωρίζεται το σώμα των εντόμων. 2α. αρχαίο αμυντικό όπλο που προστάτευε τον κορμό του πολεμιστή: ~ από μέταλλο / από δέρμα. Tο βέλος τρύπησε το θώρακα. β. μεταλλική, ιδίως χαλύβδινη επένδυση για προστασία από βλήματα μεγάλης ισχύος: ~ πλοίου / πυροβόλου. 3. καθετί που προστατεύει αποτελεσματικά κτ., που θωρακίζει.
[λόγ.: 1, 2α: αρχ. θώραξ, αιτ. -ακα· 2β, 3: σημδ. γαλλ. cuirasse]
- ίδρωτας ο [íδrotas] Ο5 : (λαϊκότρ.) ιδρώτας.
[μσν. ίδρωτας < ιδρώτας με μετακ. του τόνου αναλ. προς άλλα ον. σε -ας με διαφ. τονισμό ανάμεσα σε εν. και πληθ. (π.χ. εγγόνοι - έγγονας, αγκώνες - άγκωνας)]



