Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο5 (φύλακας, φύλακα, φύλακες)
352 εγγραφές [331 - 340]
φάρυγγας ο [fáriŋgas] Ο5 : (ανατ.) κοιλότητα του λαιμού σε σχήμα χωνιού, που συνδέει τη στοματική με τις ρινικές κοιλότητες και με τον οισοφάγο.

[λόγ. < αρχ. φάρυγξ, αιτ. -υγγα]

φιλέλληνας ο [filélinas] Ο5 : ξένος υπήκοος που συμπαθεί και υποστηρίζει τους Έλληνες και την Ελλάδα. ANT μισέλληνας, ανθέλληνας: Οι Φιλέλληνες του 1821. Πολλοί από τους ανθρώπους του πνεύματος στην Ευρώπη ήταν και είναι φιλέλληνες.

[λόγ. < αρχ. φιλέλλην, αιτ. -ηνα & σημδ. (ιδ. στον πληθ.) γαλλ. philhellènes < αρχ. φιλέλλην]

φιλόφρονας [filófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : φιλόφρων.

[λόγ. < αρχ. φιλόφρων, αιτ. -ονα]

φοίνικας 1 ο [fínikas] Ο5 : δέντρο των θερμών περιοχών με ψηλό και ίσιο κορμό, που καταλήγει σε δέσμη μεγάλων φύλλων· φοινικιά, χουρμαδιά.

[λόγ. < αρχ. φοῖνιξ, αιτ. -ικα]

φοίνικας 2 ο : μυθικό ιερό πτηνό των Aιγυπτίων: Ο ~ αναγεννάται από την τέφρα του.

[λόγ. < αρχ. φοῖνιξ, αιτ. -ικα]

φοροεισπράκτορας ο [foroispráktoras] Ο5 : υπάλληλος που ήταν αρμόδιος για την είσπραξη φόρων.

[λόγ. φόρ(ος) -ο- + εισπράκτ(ωρ) -ορας μτφρδ. αγγλ. tax collector]

φύλακας ο [fílakas] Ο5 : αυτός που έχει αναλάβει τη φύλαξη, την επιτήρηση, τη φρούρηση (προσώπων, πραγμάτων, χώρων κτλ.): Zητούνται φύλακες για εργοστάσιο. Οι ληστές εξουδετέρωσαν το φύλακα και διέρρηξαν το χρηματοκιβώτιο. ~ αρχαιολογικού χώρου. (έκφρ.) ~ άγγελος*. ΠAΡ ΦΡ έχουνε γνώση* οι φύλακες.

[λόγ. < αρχ. φύλαξ, αιτ. -ακα]

χαζούλιακας ο [xazúlakas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ., χλευ.) αυτός που είναι πάρα πολύ χαζός, κουτός.

[χαζ(ός) -ούλιακας]

χάλυβας ο [xálivas] Ο5 : κράμα σιδήρου με μικρή περιεκτικότητα σε άνθρακα, πολύ σκληρό και ελαστικό, που χρησιμοποιείται κυρίως στη βαριά βιομηχανία· ατσάλι: Aνοξείδωτος ~, που περιέχει χρώμιο ή νικέλιο. Bαφή και ανόπτηση του χάλυβα. Ο χυτοσίδηρος αποτελεί την πρώτη ύλη για την παρασκευή του χάλυβα.

[λόγ. < αρχ. χάλυψ, αιτ. -υβα]

χαμαιλέοντας ο [xameléondas] Ο5 : 1.είδος μικρής σαύρας που έχει λεπτή και μακριά γλώσσα για να πιάνει την τροφή της, μακριά, κυλινδρική ουρά και την ικανότητα να αλλάζει το χρώμα της, που συνήθ. είναι γκριζοπράσινο, ανάλογα με το περιβάλλον. 2. (μτφ.) άνθρωπος άστατος, που αλλάζει πεποιθήσεις ανάλογα με τις περιστάσεις, για να εξυπηρετεί το συμφέρον του.

[λόγ. < αρχ. χαμαιλέων, αιτ. -οντα]

< Προηγούμενο   1... 32 33 [34] 35 36   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες