Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 352 εγγραφές [321 - 330] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδρογονάνθρακας ο [iδroγonánθrakas] Ο5 : (χημ.) γενική ονομασία που δίνεται στις οργανικές ενώσεις του άνθρακα με το υδρογόνο: Ορυκτοί υδρογονάνθρακες.
[λόγ. υδρογόν(ον) + άνθρ(αξ) -ακας μτφρδ. γαλλ. hydrocarbure (hydro- = υδρο-)]
- ύδρωπας ο [íδropas] Ο5 : (λαϊκότρ.) υδρωπικία.
[αρχ. ὕδρωψ, αιτ. -ωπα]
- υπερήλικας ο [iperílikas] Ο5 : άνθρωπος πολύ ηλικιωμένος: Οι υπερήλικες έχουν ανάγκη προστασίας.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερῆλιξ, αιτ. -ικα]
- υπερμέτρωπας ο [ipermétropas] Ο5 : αυτός που πάσχει από υπερμετρωπία.
[λόγ. υπερμέτρ(ωψ) -ωπας < γαλλ. hypermétrope < hypermétropie = υπερμετρωπία (αναδρ. σχημ.)]
- υποθηκοφύλακας ο [ipoθikofílakas] Ο5 : δημόσιος υπάλληλος υποθηκοφυλακείου, υπεύθυνος για την τήρηση των βιβλίων των υποθηκών.
[λόγ. υποθήκ(η) -ο- + φύλ(αξ) -ακας μτφρδ. γαλλ. conservateur des hypo thèques ('85 αρχ. ὑποθήκη)]
- υψηλόφρονας [ipsilófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : υψηλόφρων. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ὑψηλόφρων, αιτ. -ονα]
- φαιοχίτωνας ο [feoxítonas] Ο5 : αυτός που φοράει φαιό χιτώνα. || (πληθ.) τα μέλη του χιτλερικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της Γερμανίας.
[λόγ. φαιοχίτ(ων) -ωνας < φαι(ός) -ο- + χιτών μτφρδ. γερμ. Braunhemd]
- φάλαγγας ο [fálaŋgas] Ο5 & φάλαγγα 2 η [fálaŋga] Ο28 : 1. είδος βασανιστηρίου κατά το οποίο αυτός που βασανίζεται, δέχεται χτυπήματα στα πέλματα των ποδιών του που είναι ακινητοποιημένα: Tου έκαναν / πέρα σε από φάλαγγα. Tα πόδια του πρήστηκαν από τη φάλαγγα. 2. το σχετι κό όργανο βασανισμού.
[αρχ. φάλαγξ, αιτ. -αγγα στη σημ.: `κυλινδρικό κομμάτι ξύλου΄ ή αντδ. < τουρκ. falaka (ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] από επίδρ. του [l] ) < αραβ. < αρχ. φαλαγγ- και μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]
- φαλακροκόρακας ο [falakrokórakas] Ο5 : (λαϊκότρ.) ο κορμοράνος.
[φαλακρ(ός) -ο- + κόρακας]
- φαροφύλακας ο [farofílakas] Ο5 : υπάλληλος επιφορτισμένος με τη φύλαξη και την επίβλεψη των φάρων.
[λόγ. φάρ(ος) -ο- + -φύλακας μτφρδ. γαλλ. gardien de phare (phare < ελνστ. φάρος)]



