Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 352 εγγραφές [261 - 270] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πνευμοθώρακας ο [pnevmoθórakas] & πνευμονοθώρακας ο [pnevmo noθórakas] Ο5 : (ιατρ.) η μη φυσιολογική ύπαρξη αέρα στην κοιλότητα του υπεζωκότα. || Tεχνητός ~, η εισαγωγή αέρα στην κοιλότητα του υπεζωκότα για θεραπευτικούς σκοπούς. Aυτόματος ~, η είσοδος αέρα στην κοιλότητα του υπεζωκότα συνήθ. λόγω διάτρησης της επιφάνειας του πνεύμονα (από ασθένεια, τραυματισμό, βλάβη).
[λόγ. < νλατ. pneumo thorax < pneumo- = πνευμο- + αρχ. θώραξ, αιτ. -ακα]
- πνεύμονας ο [pnévmonas] Ο5 : 1. το καθένα από τα δύο κύρια αναπνευστικά όργανα που βρίσκονται στη θωρακική κοιλότητα του ανθρώπου και όσων σπονδυλωτών αναπνέουν αέρα: Δεξιός / αριστερός ~. Πύλες / λοβοί / πόροι / παθήσεις του πνεύμονα. Tο κάπνισμα επιφέρει βλάβες στους πνεύμονες. || Tεχνητός ~, συσκευή που εισάγει τεχνητά (με πίεση) αέρα στους πνεύμονες και τους θέτει σε λειτουργία, σε περιπτώσεις αναπνευστικής παράλυσης. 2. (μτφ.) τόπος υγιεινός, με καθαρό αέρα και με πράσινο: Tα πάρκα / τα άλση / οι κήποι / αποτελούν τους πνεύμονες της πόλης. Δημιουργούνται πνεύμονες πρασίνου γύρω από τους οικισμούς.
[λόγ. < αρχ. πνεύμων, αιτ. -ονα (< πλεύμων, δες πλεμόνι με παρετυμ. επίδρ. του πνεῦμα)]
- ποάνθρακας ο [poánθrakas] Ο5 : η τύρφη.
[λόγ. ποάνθρ(αξ) -ακας < πό(α) + άνθραξ]
- πολιτοφύλακας ο [politofílakas] Ο5 : ένοπλος πολίτης, μέλος της πολιτοφυλακής.
[λόγ. πολιτο(φυλακή) + -φύλακας (διαφ. το αρχ. πολιτοφύλαξ `θεός προστάτης των πολιτών΄)]
- πολύποδας ο [polípoδas] Ο5 : 1. (ζωολ.) το χταπόδι. 2. (ζωολ.) κατηγορία ακτινωτών ζώων με απλή μορφή. 3. (ιατρ.) είδος καλοήθους όγκου.
[λόγ. < αρχ. πολύπους, αιτ. -οδα]
- πολυπράγμονας [polipráγmonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : πολυπράγμων: Πολυπράγμονη δραστηριότητα / διάθεση. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. πολυπράγμων, αιτ. -ονα]
- ποντίφικας ο [pondífikas] Ο5 : τίτλος, ονομασία του πάπα.
[λόγ. < μσν. ποντίφιξ, αιτ. -ικα (στη νέα σημ., σημδ. ιταλ. pontifice) < ελνστ. ποντίφεξ (κατά τον ιταλ. τ. της λ.) < λατ. pontifex `αρχιερέας΄]
- πραγματογνώμονας ο [praγmatoγnómonas] Ο5 : αυτός που έχοντας ειδικές γνώσεις ή εμπειρία καλείται, συνήθ. από κάποια αρχή, να εξετάσει μια υπόθεση ή μια κατάσταση πραγμάτων και να εκφέρει τη γνώμη του: Kλήθηκαν πραγματογνώμονες, για να διαπιστωθεί η κατάσταση των κτιρίων ύστερα από το σεισμό.
[λόγ. πραγματ- (πράγμα) -ο- + αρχ. γνώμων, αιτ. -ονα `εξεταστής΄]
- πραίτορας ο [prétoras] Ο5 : (ιστ.) 1. τίτλος αιρετών, στρατιωτικών και πολιτικών, αρχόντων στην αρχαία Ρώμη. 2. ο προϊστάμενος των δικαστών ενός θέματος (νομού) στο Bυζάντιο.
[λόγ. < ελνστ. πραίτωρ, αιτ. -ορα]
- πράκτορας ο [práktoras] Ο5 : 1. αυτός που αναλαμβάνει να διεκπεραιώνει υποθέσεις τρίτων με αμοιβή: Εμπορικός / ναυτικός / ταξιδιωτικός ~. Kαλλιτεχνικός ~, αυτός που αναλαμβάνει να οργανώνει διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. ~ εφημερίδων, περιοδικών, αυτός που αναλαμβά νει τη διακίνηση του ημερήσιου και περιοδικού τύπου σε έναν τόπο, σε μια περιοχή. || Διπλωματικός ~, τίτλος κυρίως γενικών προξένων στους οποίους ανατίθενται και διπλωματικά καθήκοντα. 2. πρόσωπο στο οποίο, με μυστική εντολή μιας κυβέρνησης, μιας στρατιωτικής ή πολιτικής οργάνωσης ή μιας άλλης ομάδας, ανατίθεται η εκτέλεση συγκεκριμένων, συχνά παράνομων, αποστολών, παραγγελιών, διαταγών: ~ των μυστικών υπηρεσιών. Aποκαλύφθηκε ότι ήταν ~ ξένης δύναμης. Διπλός ~, που υπηρετεί δύο διαφορετικές και αντίπαλες δυνάμεις. ~ της CIA / της KGB.
[λόγ. < αρχ. πράκτωρ, αιτ. -ορα `που πραγματώνει, δικαστικός κλητήρας΄ σημδ. ιταλ. agente ή μέσω του γαλλ. agent]



