Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
352 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπάκακας ο [bákakas] Ο5 & μπακάκι το [baká
i] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο βάτραχος. μπακακάκι το YΠΟKΟΡ. [ηχομιμ. [bakak] -ας πρβ. ελνστ.(;) στον Πόντο βάβακος (προφ. [babak-] )· μπάκακ(ας) -άκι με απλολ. [akak > ak] ]
- μπάμπουρας ο [báburas] Ο5 : (οικ.) γενική ονομασία για διάφορα σκαθάρια.
[μσν. μπάμπουλας (ηχομιμ.), πρβ. αρχ. βομβυλιός (ηχομιμ., προφ. [bomb] )]
- μπάστακας ο [bástakas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : α. κάθε αντικείμενο, ιδίως πέτρα, που χρησιμοποιείται ως στόχος στο παιχνίδι με τις αμάδες. β. (μτφ.) για κπ. που στέκεται όρθιος και ακίνητος με αποτέλεσμα να γίνεται ενοχλητικός: Tι στέκεσαι (σαν) ~ πάνω από το κεφάλι μου;
[;]
- μπεκρούλιακας ο [bekrúlakas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : (μειωτ.) μέθυσος.
[μπεκρ(ής) -ούλιακας]
- μπόμπιρας ο [bóbiras] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1. (οικ.) για αγόρι, συνήθ. μικρόσωμο και έξυπνο ή σκανταλιάρικο. 2. ο μπάμπουρας.
[μτφ. από το έντομο μπόμπιρας (ηχομιμ.) `είδος χρυσοκάνθαρου΄]
- μπούμπουρας ο [búburas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : είδος άγριας μέλισσας.
[ηχομιμ. (πρβ. αρχ. βομβυλιός (αρχική προφ. [bombul] ) ίδ. σημ.)]
- μπούρμπουλας ο [búrbulas] Ο5 (χωρίς πληθ.) : ο μπάμπουρας.
[ηχομιμ.]
- μπούσουλας ο [búsulas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1. (ναυτ.) η ναυτική πυξίδα. 2. (μτφ.) κατευθυντήρια γραμμή ή πρότυπο για ανθρώπινες ενέργειες: Bάζω / βρίσκω έναν μπούσουλα. ΦΡ χάνω τον μπούσουλα, βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση.
[μσν. μπούσουλας < μπούσουλα η (μεταπλ. με βάση την αιτ.) αντδ. < ιταλ. bussola ( [o > u] από προχωρ. αφομ. [u-o > u-u] ή από επίδρ. του [l] ) < υστλατ. buxida < ελνστ. πυξίδα, αιτ. της λ. πυξίς, δες και πυξίδα]
- μύκητας ο [míkitas] Ο5 : (και βιολ.) ονομασία φυτικών οργανισμών, συνήθ. μικροοργανισμών, που δεν έχουν χλωροφύλλη και γι΄ αυτό ζουν παρασιτικά, και αποτελούν μία από τις πέντε κατηγορίες στις οποίες διακρίνει η νεότερη βιολογία τα έμβια όντα· (πρβ. ζώο): Aναπαραγωγή / μελέτη των μυκήτων.
[λόγ. < αρχ. μύκης, αιτ. -ητα `μανιτάρι, παθολογικό εξόγκωμα που μοιάζει με μανιτάρι΄]
- μύστακας ο [místakas] Ο5 : λόγ. 1. το μουστάκι. 2. (πληθ.) σημάδι της στίξης ({})· άγκιστρα.
[λόγ. < αρχ. (δωρ. διάλ.) μύσταξ, αιτ. -άκα (δες στο μουστάκι)]